Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025


Έλα λοιπόν, κόρη, είπεν ο &άρχων&, λαβών την χείρα της νέας. Μη συστέλλεσαι. Να μας είπης μόνον πού θέλεις να σε φέρωμεν. Εις την επαφήν της χειρός εκείνης, η Αϊμά ησθάνθη παράδοξον φρικίασιν. Απώθησε την χείρα, και ετράπη εις φυγήν, αφήσασα εκπλήκτους τους δυο ανθρώπους. — Πού υπάγεις, κόρη; έκραξεν ο &άρχων&. — Θα είνε τρελή, είπεν ο Θεόδωρος.

Και αυτό είναι αληθές. Σωκράτης. Τόρα λοιπόν πρόσεξε μήπως σου είναι ευκολώτερον να με παρακολουθήσης. Εάν ο Σωκράτης γνωρίζη τον Θεόδωρον και τον Θεαίτητον, και όμως δεν βλέπη κανένα από αυτούς τους δύο, ούτε με καμμίαν άλλην αίσθησιν τους αισθάνεται, ποτέ δεν είναι δυνατόν να κρίνη εντός του ότι ο Θεαίτητος είναι Θεόδωρος. Λέγω, ή δεν λέγω τίποτε; Θεαίτητος. Βεβαίως πολύ ορθά. Σωκράτης.

Αυτούς όμως, όσοι ανήκουν εις τον ιδικόν μας χορόν θέλεις άραγε να τους χαρακτηρίσωμεν και αυτούς, ή να τους αφήσωμεν και να έλθωμεν πάλιν εις την συζήτησίν μας, ώστε, καθώς ελέγαμεν και προ ολίγου, να μην κάμνωμεν μεγάλην κατάχρησιν εις την ελευθερίαν και αλλαγήν των λεγομένων; Θεόδωρος. Όχι, καλέ Σωκράτη, αλλά ας τους χαρακτηρίσωμεν.

Θεόδωρος. Πραγματικώς, φίλε μου Σωκράτη, πάρα πολύ εκείνος εβεβαίωνε ότι ο ίδιος είναι εις αυτό ανώτερος από όλους. Σωκράτης. Και έκαμνε καλά μα τον Δία, αγαπητέ μου φίλε.

Ώστε δεν έχεις δισταγμούς. — Αλλ' ας μοι είπη ο άρχων... — Δεν εφάνης πρόθυμος, φίλε, εις εκείνα τα όποια σοι είπεν ο υπηρέτης μου Θεόδωρος. — Πώς το λέγει ο άρχων; — Έδειξες προθυμίαν; — Ναι. — Τότε δεν έχομεν καιρόν να χάνωμεν. — Έχει δίκαιον ο άρχων. — Λοιπόν ας ανακεφαλαιώσωμεν. — Ναι. — Τι σοι είπεν ο Θεόδωρος; — Μοι είπε... — Τι; — Μοι είπεν ότι ο άρχων... — Ότι ο άρχων;

Και πραγματικώς, φίλε μου, ο πατήρ του ήτο καθώς συ μου παρέστησες τούτον, και κατά τα άλλα άνθρωπος καθώς πρέπει, και ο οποίος, σημείωσε, άφησε πολύ μεγάλην περιουσίαν. Όμως το όνομα του νέου αυτού δεν το γνωρίζω. Θεόδωρος. Το όνομά του, Σωκράτη μου, είναι Θεαίτητος. Αλλά την περιουσίαν νομίζω ότι την κατέστρεψαν κάποιοι επίτροποι. Είναι όμως και εις την ελευθεριότητα διά το χρήμα αξιοθαύμαστος.

Θεόδωρος. Πώς δεν το ενόησα, καλέ Σωκράτη; Σωκράτης. Και λοιπόν; Προτείνεις να τον ακούσωμεν; Θεόδωρος. Πολύ μάλιστα. Σωκράτης. Βλέπεις λοιπόν ότι όλοι οι παρόντες εκτός σού είναι παιδιά.

Τώρα ο Θεόδωρος φθάνει. Ιδού ακούω τα βήματα. Τω όντι δε βήματα ηκούσθησαν και τρεις άνδρες ενεφανίσθησαν αίφνης. Οι δύο ήσαν χωρικοί εκ των πέριξ μερών, και έφερον ξίφη και τόξα. Ο τρίτος ήτο ο γνωστός ημίν Λάκων, ον ο άρχων ωνόμαζε Θεόδωρον. — Ήλθες, Θεόδωρε! είπεν ο άρχων άμα ιδών αυτόν. — Ιδού εγώ, αυθέντα, απήντησεν ο Θεόδωρος. — Και ποίας ειδήσεις μοι κομίζεις; — Παντού ησυχία, άρχων μου.

Άλλως τε και αυτός ακόμη τον οποίον εστήσαμεν έχει τόσον ατελείωτον έκτασιν, ώστε αν μεν το εξετάσωμεν παρέργως, θα αναξιοπαθήση, εάν δε όσον χρειάζεται, θα παραταθή και χάνεται πλέον το ζήτημα της επιστήμης. Από αυτά όμως δεν πρέπει να γίνη ούτε το έν ούτε το άλλο, αλλά πρέπει ημείς να προσπαθήσωμεν να ελευθερώσωμεν τον Θεαίτητον από όσα εγκυμονεί διά την επιστήμην. Θεόδωρος.

Πώς όχι; αφού πρόκειται να είναι τελεία η κίνησίς των; Σωκράτης. Λοιπόν εάν μόνον μετεφέροντο χωρίς να μεταβάλλωνται, θα ημπορούσαμεν ίσως να ειπούμεν ποίου είδους είναι αυτά τα οποία ρέουν, όταν μεταφέρονται. Ή όχι; Θεόδωρος. Πολύ ορθά. Σωκράτης.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν