United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι εγίνικαν η ημέραι, Ότε εις τας κορυφάς Του Κερκετέως δενδρόεντος Εχόρευον η τέχναι Στεφανωμέναι. Έρχονται, ω μακαρία Νήσος, έρχονται πάλιν· Το προμηνύουσι τ' άντρα σου Φλογώδη, εξ ων μυρίαι Μάχαιραι εκβαίνουν. Ως η σφήκες μαζόνονται Επί τα ολίγα λείψανα Σπαραγμένης ελάφου, Ή ταύρου οπού εκατάντησε Δείπνον λεαίνης·

Ο αρχηγός, στραφείς προς τον ιππότην, είπεν·Ετοίμασε τους ανθρώπους σου. Ιππεύσατε και υπάγετε με τον καλόν τούτον άνθρωπον, όπου σας οδηγήση. — Ορισμός σας, αρχηγέ, απήντησεν ευπειθώς ο ιππότης. Και στραφείς απήλθεν, ακολουθούμενος υπό του βοσκού. Τρεις ημέραι παρήλθον. Κατειχόμην υπό μεγίστης ανυπομονησίας, όπως μάθω το αποτέλεσμα της εκστρατείας ταύτης.

Εις τοιαύτας περιστάσεις ο Κ. Πλατέας ηναγκάζετο να ανέλθη εις την εστίαν του ελικοειδώς δι' άλλων πλαγίων οδών. Υπήρχον όμως και ημέραι, ότε εκλείετο εξ ανάγκης εις την οικίαν του, διακοπτομένης εντελώς της συγκοινωνίας.

Είχον έλθει εις το σοφόν συμπέρασμα ότι υπήρχον 248 θετικαί εντολαί, τόσαι όσαι και τα μέλη του ανθρωπίνου σώματος, και 365 αρνητικαί εντολαί τόσαι όσαι αι αρτηρίαι και αι φλέβες ή αι ημέραι του έτους· το όλον 613 όσος είνε και ο αριθμός των γραμμάτων εν τω δεκαλόγω.

Ολίγαι υπήρξαν ημέραι της επιγείου ζωής Του αίτινες να διήλθον διά τοσαύτης δοκιμασίας και εξάψεως, όσης εκείνη ην θα περιγράψωμεν νυν. Ο Ιησούς προσηύχετο κατά μόνας, πιθανώς περί όρθρον, εν μια των πόλεων της Γαλιλαίας.

Όθεν ανωρθώθη ηρέμα, προνοών και φειδόμενος μη καταλάβωσιν αυτόν ωτακουστήν επ' αυτοφώρω, εβώβανε τον κρότον των βημάτων του και απεμακρύνθη. Άλλως δε ήτο ανυπόδητος και το βήμα του ήτο φύσει ελαφρόν, πλειότερον δε ηδύνατο ν' ακουσθή η αναπνοή του ή τα βήματά του. Δισταγμοί. Παρήλθον πολλαί ημέραι. Ουδέν νεώτερον επισυνέβη. Τα πράγματα έβαινον ως το σύνηθες.

Ναι, φίλη μου, και σήμερον έτι, ότε παρήλθον ήδη δέκα ημέραι από του απαισίου γεγονότοςκαι ηξεύρεις πόσα και ποία πράγματα ψυχραίνονται συνήθως και λησμονούνται παρ' ημίν εντός δέκα ημερών, — και σήμερον έτι έχω βαρυαλγή την καρδίαν, όχι πλέον αναγγέλλουσα αλλά γράφουσα και εγώ, ότι ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης απέθανεν.

Αλλ' εκλελυμένη, όπως ήτο, κατά την βιαίαν της χειρός κίνησιν, κατέπεσεν εις σωρόν εις τας αγκάλας του Μήτρου. Δύο και τρεις ημέραι παρήλθον ήδη αφ' ης η Σμάλτω έπεσεν εις τας αγκάλας του βοσκού.

Δεν είχον περάσει δύο ή τρεις ημέραι από της αφίξεώς μας ότε επήγα προς τον Όμηρον τον ποιητήν και επειδή και οι δύο δεν είχαμεν καμμίαν ασχολίαν τον ηρώτησα περί πολλών και περί της πατρίδος του• του είπα δε ότι τούτο ήτο μέγα ζήτημα εις την Ελλάδα.

Ημέραι παρήλθον πολλαί, ημέραι ίσως, μέχρι της στιγμής καθ' ην ησθάνθην την πνοήν του πλησίον. Η οσμή του ακονισμένου χάλυβος εθώπευε τους ρώθωνάς μου. Καθικέτευσα τον θεόν, τον ηνώχλησα με τας προσευχάς μου, παρακαλών να καταβή το εκκρεμές το ταχύτερον.