United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάραυτα έστειλε προς αναζήτησιν του μούτσου, τον οποίον μετά πολλάς ματαίας ερεύνας εις τα καπηλεία της αγοράς, εύρον τέλος εις μίαν παράμερην ταβέρναν, από τον μέσα δρόμον. Ο πλοίαρχος παρήγγειλεν εις δύο των συντρόφων του, οίτινες ελάμβανον αναψυχήν κατ' οίκον, να δανεισθώσι λέμβον τινά όπως ανέλθωσιν εις την σκούναν και καταβιβάσωσιν από το κατάστρωμα την μεγάλην σκαμπαβίαν με τα έξ κουπιά.

Αλλά τον μεν υιόν δεν εύρον ζώντα οι απεσταλμένοι, διότι είχε κατακοπή πρώτος, τον δε Ψαμμήνιτον λαβόντες έφερον προς τον Καμβύσην ένθα του λοιπού διητάτο εν πλήρει ανέσει.

Θα ηδύνατο ν' ανακράξη τότε με τον στίχον του Δαυίδ, «Και υπέμεινα συλλυπούμενον, και ουχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ουχ εύρον».

Αλλά διά να μη μακρηγορώ εις το προοίμιον και το ύδωρ της κλεψύδρας να χύνεται εις μάτην, αρχίζω την κατηγορίαν. Εγώ λοιπόν, ω άνδρες δικασταί, εύρον τον αντίδικον τούτον πολύ μικρόν την ηλικίαν, βάρβαρον έτι κατά την γλώσσαν και σχεδόν ενδεδυμένον κατά τον Ασσυριακόν τρόπον με κάνδυν.

Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή. «Ραββί, πότε ήλθες ώδεείνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά.

Αλλά πιθανώτερον είναι ότι το λίπος επεβράδυνε την επινόησιν των ιδεών. Ολοένα ο χρόνος επέρνα, και διά τούτο ο βασιλεύς ως τελευταίον καταφύγιον εζήτησε την Τριπέτταν και τον Χοπ-Φρωγκ. Όταν οι δύο μικροί φίλοι υπήκουσαν εις την πρόσκλησιν του βασιλέως, τον εύρον καθισμένον να πίνη κρασί με τα επτά μέλη του υπουργικού συμβουλίου· αλλ' ο μονάρχης εφαίνετο ότι ήτο απελπιστικά δύσθυμος.

Κατά Μάρτιον μήνα έφθασεν ούτος εις τον Πειραιά, ανέβη δε εις τας Αθήνας διά να τον ίδουν οι ιατροί· και ούτοι τον εύρον φθισικόν. Είχε παρουσιασθή εις τους ιατρούς με όλα τα δακτυλίδια του, της καδένες και της καρφίτσες του.

Την επαύριον πρωίαν εύρον το πρόσωπον νεκρόν εις το κρεββάτι, και η ιατροδικαστική γνωμάτευσις ήτο ότι: «απέθανεν από την επίσκεψιν του Θεού». Εκληρονόμησα την περιουσίαν του και εκαλοπερνούσα επί πολλά έτη. Ούτε μίαν φοράν δεν επέρασεν από το μυαλό μου ότι ήτο δυνατόν ν' ανακαλυφθή το έγκλημα. Εξηφάνισα επιμελώς και τα υπόλοιπα του κηρίου.

Οι υπηρέται και το άοπλον πλήθος ήσαν εντός των στρατιωτών. Άμα έφθασαν εις την διάβασιν του Ανάπου ποταμού, εύρον εκεί παραταγμένον απόσπασμα των Συρακουσίων και των συμμάχων, το οποίον έτρεψαν εις φυγήν, και γενόμενοι κύριοι της διαβάσεως εχώρουν εις τα εμπρός. Οι Συρακούσιοι τους ηκολούθουν εκ του πλησίον επιτιθέμενοι διά του ιππικού και ακοντίζοντες διά των ψιλών.

Αιφνιδίως φρικτή σκέψις μου παρέσυρε κατά κύματα το αίμα εις την καρδιά μου, και επί τινα καιρόν ξανάπεσα και πάλιν εις την αναισθησίαν. Ευθύς ως συνήλθα, εσηκώθην με ένα πήδημα εις τους πόδας μου και με ένα σπαρακτικόν τρόμον που έσειεν όλας μου τας ίνας. Ήπλωσα ταχέως τους βραχίονας επάνω μου και γύρω μου, καθ' όλας τας διευθύνσεις. Δεν εύρον τίποτε.