United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα λουλούδια και τα άνθη του Μαΐου τίποτες δεν φαίνονται έμπροσθέν μου· με ένα λόγον όποια ήθελεν ιδή την ωραιότητα της μορφής μου, είνε αδύνατον που να μην αγροικήση εις την καρδίαν της μίαν υπερβολικήν αγάπην προς εμένα. Μα διατί, τον αντίκοψεν η Κατηγέ, δεν ξαναπέρνεις αυτήν την μορφήν σου, την τόσον ευγενικήν και ωραίαν; εσύ κατά πως είσαι δεν ημπορείς να αποκτήσης άλλο, παρά καταφρόνησιν.

Αυτός την εδεξιώθη με πολλήν τιμήν με το να την είδε τόσην ευγενικήν, συνέλαβε δι' αυτήν μίαν πατρικήν αγάπην, οπόταν του εδιηγήθηκα ομοίως και τα ταξείδιά μου, και τα συμβεβηκότα μου, και έμεινεν εκστατικός. Έπειτα μου είπε πως έλαβε τα όσα μαργαριτάρια με τον καπετάνιον του είχα στείλει.

Εγώ λογιάζω, του λέγει ότι εμετανόησες διά το λάθος που έκαμες, και θέλω να σε συμπαθήσω, με συμφωνίαν ότι εις το ερχόμενον να είσαι πλέον τακτικός, και να μου φανερώσης και ποίος είσαι. Καθώς αυτός δεν επιθυμούσεν άλλο παρά να ξαναφιλιωθή με αυτήν την ευγενικήν κυράν, έτσι δίχως δισταγμόν της εφανέρωσε πως ονομάζετο Καλούφ, και ήτον μυστικός του βασιλέως.

Η γυναίκα του Βανάη επήκουσε και εσήκωσε το επανωμπούλωμα, και μας έκαμε να ιδούμεν όλην την ωραιότητά της, εις τρόπον που όλοι εμείναμε εκστατικοί από την ευμορφάδα της· και ομολογώ ότι ποτέ δεν είχα ιδεί πλέον νόστιμην και ευγενικήν από την Αροούγιαν· εστοχάσθηκα με επιμέλειαν τα κάλλη της, και εις το άκρον του θαυμασμού εφώναξα.

Ετούτες οι απόδειξες, που αυτή μ' εφανέρωσε με μίαν ευγενικήν νοστιμάδα, αύξησαν τον έρωτά μου και την αγαλλίασίν μου.

Περιπλεγμένος εις αυτούς τους στοχασμούς, έφθασα εις τα χείλη του ποταμού Νείλου, προς το τελευταίον μέρος του βασιλικού παλατίου, και εκεί που επεριδιάβαζα, βλέπω μιαν ευγενικήν γυναίκα κατά πολλά νέαν και ωραίαν εις ένα παραθύρι του παλατίου, της οποίας η ωραιότης με έκαμε να μείνω ωσάν νεκρός.

Αυτή επλησίαζε με μίαν νοστιμάδα ευγενικήν προς τον Κουλούφ, του οποίου επήρε το χέρι και το εφίλησε, και ύστερον ετοίμαζε διά να του πλύνη τα ποδάρια εις μίαν λεκάνην χρυσήν.

Τι σκληρόν χέρι εφώναξα όλος τεταραγμένος από σπλάγχνος, ποίος βάρβαρος ημπόρεσε να τελέση τέτοιον ανόμημα εις τούτην την ευγενικήν κυράν· ας ανοίξη η γη να καταπιή ένα τέτοιον φονέα.

Βλέποντας δε που ενύκτωσεν, εστοχάσθηκα διά να τραβηχθώ απ' εκεί, μα πριν ξεμακρύνω απ' αυτό το παλάτι ερώτησα ένα γέροντα που απερνούσεν, αν αυτός ήξευρε τίνος είνε εκείνο το παλάτι. Αυτό είνε, μου απεκρίθη, σπήτι του Μουφάκ αυθέντη υιού του Αδλανέ. Αυτός είνε ένα υποκείμενον πλούσιον, πολλά τιμημένον, και από φυλήν ευγενικήν.

Αφού η βεζυροπούλα ωμίλησε με τέτοιον τρόπον του Αμπτούλ, της απεκρίθη αυτός. Κυρά μου, είμαι πολλά υπόχρεως εις τα όσα μου εξεμυστηρεύθης, και δεν θέλεις το μετανοήσει διά την ευγενικήν σου γενναιότητα· εσύ δεν αποθαίνεις, μη φοβάσαι· επειδή και θέλεις ιδεί τον θησαυρόν μου και θέλεις μείνει ευχαριστημένη καθώς το επιθυμείς· παύσε το λοιπόν να κλαίης, και έλα με εμένα διά να ιδής το ποθούμενον.