Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τότε είδον ανθρώπους, ανερχομένους πολύ άνω, ενώ ταυτοχρόνως εμάνθανον να πίπτουν και πολύ κάτω. Και είδον την τύχην να ελκύη τον αιθέρα κάτω, εις τον βόρβορον, και τον βόρβορον επάνω εις τον αιθέρα. Έκπληκτος ερωτώ: — Λοιπόν, ποίαν σχέσιν έχει η τύχη με την κεφαλήν;

Και ευθύς επρόσταξεν ο βασιλεύς να ετοιμάσουν τα άλογα και εκαβαλλίκευσε με αρκετήν παράταξιν, έχοντας οδηγόν τον ψαράν και φθάνοντες εις το αντίκρυ βουνόν, από το όπισθεν μέρος είδον μίαν ευρυχωροτάτην πεδιάδα, και εθαύμασαν διότι δεν την είχεν ιδεί ποτέ κανένας· και τέλος πάντων έφθασαν εις την λίμνην της οποίας το νερόν ήτο καθαρώτατον τόσον, ώστε τα ψάρια όλα που εφαίνοντο μέσα ήσαν παρόμοια με εκείνα τα οποία ο ψαράς είχε προσφέρει του βασιλέως.

Ήσαν εκεί δύο ραββίνοι της Τρανστιβέρης, ενδεδυμένοι μακράς επιδεικτικάς εσθήτας και φέροντες μίτραν επί της κεφαλής, είς νέος γραφεύς, όστις εχρησίμευεν ως γραμματεύς των και ο Χίλων. Μόλις είδον τον Καίσαρα, οι ιερείς ωχρίασαν εκ συγκινήσεως και, υψώσαντες τας χείρας μέχρι των ώμων, εκάλυψαν τα μέτωπα με τας παλάμας.

Αλλ' ότε είδον ότι δεν διενοείτο ν' αντισταθή, ότι ήτο έτοιμος να παραδοθή εις τους εχθρούς Του, η ψυχή του Πέτρου εδονήθη εκ παλμού αισχύνης· Όσον ανωφελής και αν απέβη ήδη πάσα αντίστασις, εκείνος είλκυσε την μάχαιραν, και διά παραφόρου και αστόχου κινήματος απέκοψε το ωτίον Μάλχου τινός καλουμένου, όστις ήτο δούλος του Αρχιερέως.

Διά τούτο πράγματά τινα, αφού τα ίδωμεν άπαξ, τα ενθυμούμεθα περισσότερον παρά άλλους, οίτινες τα είδον πολλάκις. Διότι αι εκ ταύτης ψυχικαί κινήσεις, άλλοτε μεν είναι αι αυταί, άλλαι δε σύγχρονοι , άλλαι δε περιέχουσιν έν μέρος του ζητουμένου, ώστε το υπόλοιπον, το οποίον θα τεθή εις κίνησιν ύστερον από εκείνο, είναι μικρόν.

Και συ δεν ηξεύρεις τι έπραξα εγώ; — Είδον το άλγος σου και ήκουσα ότι εμαρτύρεις περί της αληθείας. — Ω, κύριε! Ο Χίλων έψαυσε την ιδίαν κεφαλήν του με τας δύο χείρας, ως να ησθάνετο ότι παρεφρόνει. — Συγχώρησιν! Δι' εμέ! . . . Συγχώρησιν! . . . — Ο Θεός ημών είναι Θεός ελέους, απεκρίθη ο Παύλος· σε εσυγχώρησε. — Συγχώρησιν δι' εμέ! ώμοζεν ο Χίλων.

— Ο Θεός να σε γλυτώση, κόρη μου, «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος», επέφερεν ο Ιωάσαφ, συνεχίζων τον ψαλμόν. — Απ' την κακία, απ' την κακογλωσσιά, απ' το φθόνο, δεν μπορεί να γλυτώση ένας άνθρωπος. — «Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίαν και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ-Ιωάσαφ. Είτα αφού εγέμισε το σταμνί του, είπε·

Η Οθωμανίς εξηκολούθει να με βλέπη πλαγίως και πονηρώς με το μειδίαμα της δυσπιστίας επί των χειλέων, περιμένουσα την έκρηξιν της αγανακτήσεώς μου δι' όσα είδον. Αλλ' εγώ αντί πάσης επιτιμήσεως, περιττής πλέον τώρα, προσεποιήθην με όλα τα δυνατά μου, ότι δεν είδον τίποτε. — Πάμε λοιπόν μέσα, είπε, τώρα θα έλθη και ο Εφέντης.

Τωόντι, άμα εγένετο η συμπλοκή, οι ίπποι ωσφράνθησαν τας καμήλους, τας είδον, ανέστρεψαν εις τα οπίσω και η τελευταία ελπίς του Κροίσου απέτυχεν. Αλλ' οι Λυδοί δεν εφάνησαν δειλοί· όταν ενόησαν το γενόμενον, επήδησαν από τους ίππους και συνεπλάκησαν με τους Πέρσας πεζοί.

ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Νομίζεις ότι υπήρξεν, ή ότι είναι δυνατόν να υπάρξη τοιούτος άνθρωπος ως εκείνος τον οποίον εγώ είδον καθ' ύπνον; ΔΟΛΟΒΕΛΛΑΣ. Όχι, ευγενής δέσποινα. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Ψεύδεσαι, και σε ακούουν οι θεοί.