United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά, ω Φαίδρε, είχα να ειπώ εγώ διά τον Έρωτα, συ δε, αν μεν θέλης, πάρε τα ότι ελέχθησαν ως εγκώμιον εις τον Έρωτα, ειδεμή ονόμασέ τα όπως άλλως σου αρέσει να τα ονομάσης.

ΠΡΟΣΠ. Ανδράποδο, ψέμματα γιομάτο, οπού το δάρμα ακούς, όχι την καλοσύνη· λάσπη 'καθώς είσαι, εγώ εφέρθηκα προς εσέ με φιλάνθρωπα σπλάχνα, και σ' επήρα και σ' είχα εις το σπήλαιο μου, όσο που επάσχισες ν' ατιμάσης το τέκνο μου. ΚΑΛΙΜΠ. Ω! Ω! Ω! — να μου 'χε πιτύχει! μ' επρόλαβες, ειδεμή θα εγιόμιζα τούτο το νησί Καλιμπάνους.

ΜΑΚΒΕΘ Α! λαιμοκόπος το λοιπόν κανείς καλλίτερός σου! καλός κ' εκείνος που του Φληνς του έκαμε τα ίδια. Αν συ το έκαμες κι' αυτό, τότε δεν έχεις ταίρι! ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Ο Φληνς, αυθέντα, 'ξέφυγε! Ειδεμή εξαίρετα θα ήμουν , 'σάν μάρμαρον ακέραιος και στερεός 'σάν βράχος, 'σάν τον αέρα ελαφρός ολόγυρά μου!

Η τοιαύτη οφθαλμοφαγία εξηκολούθησε καθ' όλην την διάρκειαν του δρόμου μετά τοσαύτης επιμονής, ώστε άμα απέβημεν, έτρεξα μετ' ανησυχίας να ζυγισθώ εις την πλάστιγγα του σταθμού και ευρέθην ελλιπής κατά εκατόν πεντήκοντα δράμια. Το απ' Αθηνών εις Πειραιά ταξείδιον είνε ευτυχώς μόνον δωδεκάλεπτον, ειδεμή, θα ήμην ολόκληρος οφθαλμοφαγωμένη».

Μα και γλήγορα κατόπι πρέπει να ξανακατέβηκαν, αν και δεν αναφέρνεται κατέβασμά τους κάμποσα χρόνια· ειδεμή δύσκολα ξηγιέται το μεγάλο τείχισμα που έχτισε ο Αναστάσιος στα 512, καθώς σε λίγο θα δούμε. Είχε ο Αναστάσιος κ' ένα δυο άλλους αγώνες κατά τα μεσηβρινά, εξόν από τα Ισαυρικά και τα Περσικά. Πρώτο, τους Μπεντουίνους , που φοβέριζαν τότες τη Συρία και την Παλαιστίνη.

Τόρα λοιπόν πάλιν επιστρέφει εις το ίδιον σημείον η συζήτησίς μας, και εγώ που τα είπα λέγω πάλιν ό,τι έλεγα τότε, εάν μεν αγαπάτε, ως να παίζω, ειδεμή, σοβαρώς, ότι δηλαδή το να κάμνη κανείς χρήσιν της ευχής είναι επισφαλές, εάν δεν έχη νουν, και ότι πρέπει να του συμβαίνουν τα αντίθετα από ό,τι επιθυμεί. Αν δε θέλετε να παραδεχθήτε ότι τα λέγω σοβαρώς, παραδεχθήτε το.

Δηλαδή προμηθεύουν δι' αυτούς όλα τα αγαθά· είναι δε τα αγαθά δύο ειδών, άλλα μεν ανθρώπινα, άλλα δε θεία, εξαρτώνται δε από τα θεία τα άλλα. Και εάν μεν καμμία πόλις παραδεχθή τα μεγαλίτερα, τότε αποκτά και τα μικρότερα, ειδεμή, στερείται και τα δύο.

Μίαν ημέραν εκείνοι οι άνομοι Μώροι μας άφησαν μίαν μεγαλωτάτην ποσότητα από κεχρί, λέγοντάς μας. Ημείς υπάγομεν εις τον βωμόν του όφεως και εις τον γυρισμόν μας θέλομεν να εύρωμεν αυτό το κεχρί αλεσμένον, ειδεμή εσείς θέλετε το ηξεύρει.

Αυθέντη, του είπεν, εγώ είμαι πρόθυμος διά να σε υπακούσω οπόταν θέλης έτσι· μα ήξευρε πως προίκα δεν έχω να σου δώσω, και αν την θέλης χωρίς προίκαν καλώς, ειδεμή ας κάθεται. Ετούτο είνε παρά πολύ, είπεν ο Κατής, μα ας είνε· εγώ είμαι ευχαριστημένος να την λάβω και δίχως προίκα, και λέγοντας, ούτως ηθέλησε διά να γραφθή η συμφωνία.

Εμπρός λοιπόν, άραγε υπάρχει όλων των ανθρώπων μία κοινή επιθυμία, δηλαδή αυτή την οποίαν συζητούμεν, καθώς διισχυρίζεται αυτός ο τελευταίος λόγος; Ποία; Το να γίνωνται όσα γίνονται, συμφώνως με την θέλησιν της ιδικής του ψυχής, και κυρίως μεν όλα, ειδεμή, τουλάχιστον τα ανθρώπινα; Αμέ τι άλλο;