Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Μετά τρεις δε ημέρας, ο βουκόλος ανεχώρησε διά την πόλιν, αφήσας να το φυλάττη είς των συντρόφων του, ήλθεν εις τον οίκον του Αρπάγου και τω είπεν ότι ήτο έτοιμος να δείξη το πτώμα του παιδίου. Έπεμψε τότε ο Αρπαγος τους πιστοτάτους των δορυφόρων του, εβεβαιώθη δι' αυτών περί του πράγματος, και έθαψε τον υιόν του βουκόλου.
Ο άρπαγος αυτός, ευθύς που εκηρύχθη διά βασιλεύς, ηθέλησε να με πιάση και να με θανατώση, διά να μην έχη πλέον φόβον από το μέρος μου. Μα ο βεζύρης μου με την φρονιμάδα του ηύρε τον τρόπον διά να με βγάλη από τον θυμόν του τυράννου· όθεν με επήρε μίαν νύκτα και εφύγαμεν, και από κρυφές στράτες εφθάσαμεν εις την Θέμπα. Επήγαμεν, λοιπόν, και εκατοικήσαμεν εις την βασιλεύουσαν.
Πεισθείς δε ο Άρπαγος και αποκαλύψας το κάνιστρον, είδε τα μέλη του παιδίου του. Αλλ' εις το θέαμα τούτο δεν εταράχθησαν αι φρένες του και συνέσχεν εαυτόν· ότε δε ο Αστυάγης τον ηρώτησεν εάν εγνώριζε τίνος ζώου τα κρέατα είχε φάγει, απεκρίθη ότι το γνωρίζει και ότι τω είναι ευάρεστον παν ό,τι πράττει ο βασιλεύς.
Ο Κύρος, φθάσας εις ανδρικήν ηλικίαν ήτο ο ανδρειότατος και αγαπητότατος των συνηλικιωτών του, ο δε Άρπαγος δεν έπαυε να τω πέμπη δώρα και να τον περιποιήται, διότι επεθύμει να εκδικηθή τον Αστυάγη και έβλεπεν ότι αυτός, ως ιδιώτης, ουδεμίαν τιμωρίαν ηδύνατο να επιβάλη εις τον βασιλέα.
Αν δεν του απεδείκνυε τίνα ήσαν τα όπλα, τα οποία αυτός ενέπαιζεν εναγώς, και ήθελε να φέρη ως καλλίτερον έν όλως άδοξον, το οποίον ακόμη δεν εκαπνίσθη με της μάχης τον καπνόν, δεν εβάφη εις αίμα εχθρικόν, δεν εξήμεσε βόλι εναντίον του άρπαγος της Πατρίδος. Διότι αυτά και μόνα εθεώρει άξια συστατικά ενός όπλου ο γέρων.
Πριν φθάσωσιν όμως εις την Κύρνον διέβησαν διά της Φωκαίας και έσφαξαν τους Πέρσας φρουρούς τους οποίους ο Άρπαγος είχεν αφήσει διά να φυλάττωσι την πόλιν.
Έπειτα θάψε το όπως θέλεις.» Ο δε Άρπαγος απεκρίθη· «Ω βασιλεύ, ου μόνον μέχρι τούδε δεν είδες εις εμέ αχαριστίαν τινά, αλλά και εις το μέλλον θα προσέχω να μη πταίσω προς σε. Εάν λοιπόν σοι ήναι ευάρεστον να γίνη ούτω το πράγμα, το καθήκον μου είναι να υπακούσω προθύμως.» Ταύτα ειπών έλαβε το παιδίον κεκοσμημένον διά τον θάνατον, και κλαίων επορεύετο εις την οικίαν του.
Ηγνόει το φονικόν τέλος της νυκτερινής εκείνης πάλης μεταξύ του Σκούντα του άρπαγος και του Τρέκλα του υβρισθέντος συζύγου. Ο Πρωτόγυφτος είχεν απομακρύνει ταύτην ως τάχιστα εκ της σκηνής εκείνης αδρανώς έχουσαν και μήτε να σκεφθή μήτε ν' αντισταθή δυναμένην.
Ο Άρπαγος τοις είπεν ότι ήξευρε μεν καλώς τι εσκόπευον να πράξωσι, τους άφινεν όμως ελευθέρους να σκεφθώσι, και κατά συνέπειαν τούτου απέσυρε τα στρατεύματά του. Εν τούτοις οι Φωκαιείς έρριψαν εις την θάλασσαν τας πεντηκοντόρους των, έθεσαν εντός αυτών τας γυναίκας και τα παιδία των, τα έπιπλά των, τα αγάλματα και τα άλλα αφιερώματα των ναών, και εμβάντες έπειτα και αυτοί έπλευσαν προς την Χίον.
Οι δε Λύκιοι, όταν ο Άρπαγος έφερε τον στρατόν του εις το Ξάνθιον πεδίον, εξερχόμενοι της πόλεως και πολεμούντες ολίγοι προς πολλούς, εδείκνυον θαυμασίαν γενναιότητα, αλλ' ενικήθησαν και εκλείσθησαν εις την πόλιν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν