Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025


Αλλά την ίδια στιγμή, και με μάτια τέσσερα, ο Σκοινάς, για να μην τον καταλάβη ο εργάτηςαπάν' απ' το κεφάλι τους ήταν ένας πεύκος, μεγάλο δένδρο· ο μεροκαματιάρης άνθρωπος, καθώς έσκυφτε κ' έσκαβε, δεν έβαλε ο νους του να κυττάξη καταπάνω. Θα πης, γιατί; Δεν ήτο κισμέτι, τόσο ήτον το ριζικό του, η μοίρα του ήτον να σκύφτη και να σκάβη.

Κατά το δειλινό, σαν άρχισε να γέρνη ο ήλιος, ο ένας ο εργάτης, εκεί πού έσκυφτε στη δουλειά του, κι' ο Γιάννης, με το τσιμπούκι του αναμμένο, εκάθητο σ' ένα μεγάλο κούτσουρο, και τον εκύτταζε πώς δουλεύει, δύο-τρία βήματα παρέκει, εκεί ο εργάτης βρίσκει κάτω στη γης ένα τάλλαρο, κολοννάτο.

τους ίσκιους καιτους έλατους κούρευα την κοπή μου Και τα μαλλιά ήταν κόκκινα και βάψαν τα ψαλίδια· Να την βοσκήσωτα χλωρά τα ριζοβούνια βγαίνω Και τα χορτάρια κόκκινα ταύρα κι' αυτά βαμμένα· Κατέβηκατον ποταμό να την περιποτίσω Κ' εύρα και τα νερά θολά και κόκκινα βαμμένα· Παίρνω την ακροποταμιά και φτάνωακροβούνι, Εκεί οπού βγαίνει το νερό κι' οπού 'νε ο καταγός του, Κ' είδα κοράσιο οπώσκυψτε κ' έπινε με τα χείλια, Κ' είχε τα χείλια κόκκινα σαν με βαφή βαμμένα Καιόσες βρύσες έσκυφτε να πιη, 'ς όσα ποτάμια, Έβαφαν όλα τα νερά· έβαψαν τα χορτάρια, Έβαψαν και τα πρόβατα, έβαψαν τα ψαλίδια.

Κατόπ' είδα τον Τάνταλον, φρικτά βασανισμένον, ορθόντην λίμνη• τώγγιζεν εκείνη το πηγούνι• εδίψα, αλλά δεν πρόφθανε να πάρη καν ρανίδα• λαίμαργα ως έσκυφτε να πιή ο γέρος, εχανόνταν 585 το νερό κάτω ρουφηκτά, και γύρω του εις τα πόδια γη μαύρη εφανερόνονταν φρυμμένη από την μοίρα. και υψηλά δένδρα επάνωθε κρεμούσαν τον καρπό τους• απιδιαίς ήσαν, ροϊδιαίς, λαμπρόκαρπαις μηλέαις. και με συκιαίς γλυκόκαρπαις εληαίς θυμό γεμάταις. 590 και όσαις εξάμονε φοραίς ο γέρος να ταις πιάση. ταις έπαιρνεν ο άνεμοςτο σκιοφόρα νέφη.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν