Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Ιουνίου 2025
Μόναι σκηνικαί προπαρασκευαί ήσαν εξ ανάγκης τα έπιπλα του εστιατορίου, ο δε Τάλμας απήγγειλε τους γαλλικούς στίχους της ψυχράς του Ducis παραφράσεως. Εν τούτοις οι ακροαταί κατελήφθησαν υπό φρίκης. Δεν είχε χρείαν φάσματος άντικρύ του. Οι ιδόντες αυτόν έλεγον ότι έβλεπον το φάσμα εις τους οφθαλμούς και την φωνήν του ηθοποιού. Β'. &Ο Μάκβεθ.& &Χαίρε, ω Μάκβεθ! Βασιλεύς μετέπειτα θα γείνης&
Αντί τούτων οι Άγγλοι ηρκούντο εις 900,000 Λ. προς 8%. Επειδή δ' όμως έβλεπον ότι η Ελληνική κυβέρνησις ηδυνάτει να πληρώση αμέσως υψηλούς τόκους, προέτειναν την εφαρμογήν του συστήματος του προοδευτικού τόκου .
Άλλος, ότι την νύκτα όλην δεν εκοιμάτο, διότι οι γείτονες έβλεπον φως εις τα παράθυρά του έως το πρωί. Μερικοί ισχυρίζοντο, ότι τόσον ήτο παράφορος και οργίλος, ώστε εμαύριζεν από τον θυμόν του και οι οφθαλμοί του εγέμιζαν αίμα, και δεν ήξευρε πλέον ούτε τι έλεγεν, ούτε τι έκαμνεν.
Πλην τούτου οι οφθαλμοί της, οίτινες έβλεπον καλώς, ήθελον συνειθίσει εις το σκότος, και θα υπηρέτουν αυτήν καλλίτερον.
Αλλ' εκείνο το οποίον προ πάντων μου εφαίνετο φοβερόν, ω Φιλοσοφία, είνε ότι οι άνθρωποι, οσάκις εβλεπον κανένα εξ αυτών φαύλον και άσεμνον και ασελγή, κατηγόρουν την Φιλοσοφίαν και τον Χρύσιππον, τον Πλάτωνα ή τον Πυθαγόραν ή άλλον οιονδήποτε, του οποίου εκείνος έλεγεν ότι είνε οπαδός και μιμητής.
Όταν δε έβλεπον κανέν παιδίον να τρώγη τεμάχιον από την ζεστήν και αφράτην πήτταν, εις ανάμνησιν γέροντος νεκρού διανεμομένην, μετά ιδιαζούσης θλίψεως το εθεώρουν. Ενώ τουναντίον τα εις μνήμας Μαρτύρων παρατιθέμενα κόλλυβα έτρωγον μετ' ιδιαιτέρας αγάπης, ως και τας εξ εορτών προσφοράς οπού μου εχάριζαν η μάμμη μου η Παπαλεξανδρίνα.
— Εμπρός· όποιος πηγαίνει εμπρός ποτέ δε χάνει. — Ποιος θα μας βοηθήση, ποιος θα μας σώση;. . . — Εκείνος. . . όταν έρθη καιρός. . . Και η Κυρά Καλή ύψωσε τον δάκτυλον εις τον ουρανόν. Τα παιδία νομίζοντα ότι θα έβλεπον κάποιον προστάτην, ύψωσαν μετ' ελπίδος τους οφθαλμούς εις τον ζοφερόν αιθέρα, αλλά τίποτε δεν διέκρινον. Και όταν τους εχαμήλωσαν, δεν ήτο μαζί των ούτε η Κυρά Καλή.
Η σελήνη είχε δύσει, και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φως. Έβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τι, αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων.
Ενθυμούνται, είχε πιάση φωτιά το καμάρι ενός σπιτιού στα Ματογιάνια. Κόσμος πολύς είχε συναχθή από κάτω, μεταξύ δε και μερικοί άνδρες, και όλοι έβλεπον με αγωνίαν τας προόδους της πυρκαϊάς χωρίς να κινώνται.
Αλλ' ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς ο μπάρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος. — Εδώ, εδώ, είν' ένα λιμανάκι, παπά, κατ' απ' το Πρυί, αποκάτ' απ' την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια. — Θυμάσαι καλά, Στεφανή;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν