United States or Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Μίμης κιτρίνισε, όπως το συνείθιζε άμα ταραζότανε, μάλιστα για κορίτσι: Μπας και τη λένε Λιόλια; είπε- Αυτό νακούγεται! η Λιόλια, η περίφημη!-πετάχτηκ’ ένας απ’ την παρέα. Ποιος μας τάλεγε τις προάλλες ; Τούρθε πολύ άσχημα του Μίμη. Τα θυμήθηκε όλα.

Ο μόνος άθρωπος που τα καλογνώριζε τα φυσικά του και κάπως τον κυβερνούσε, είταν αυτή η γριά. Τηνε σέβουνταν, ίσως και τηνε φοβότανε λιγάκι ο Δημήτρης την κερά Φρόσω. Μα και πόλεμος να είτανε και σφαγή να πλάκωνε, ο Δημήτρης έπρεπε να πάρη και της πεθεράς του τη γνώμη πρι ναποφασίση. Έπειτα, δεν τάλεγε και του βρόντου η γριά. Τετρακόσια τα είχε κι αυτή, σαν τόσες άλλες ζαρωματιασμένες νησιώτισσες.

Την ώραν που βγαίνει ο ήλιος, καθώς θα κτυπήση την κορυφήν του σουβλερού βράχου, — τον λέγουν Μύτικα, — εκεί ακριβώς οπού πέφτει ο ίσκιος της κορυφής του Μύτικα, εκεί να σκάψουναχ! να μπορούσε ο γέρο-λεβέντης, οπού τάλεγε, να κάμη φτερά, να βρεθή ένα πρωί στο μέρος εκείνο· πλην τα φτερά του ήσαν κομμένα τώρακαι θα εύρουν άλλοι τα γρόσια.

Κ' έλεγε, τι μεγάλη τύχη που την έχουν τα παιδιά τώρα, που μαθαίνουνε &γράμματα&. Τάλεγε &γράμματα&, γιατί δεν καταλάβαινε λέξη. Αν είτανε γλώσσα της, δε θα είτανε γράμματα. Λες το μούστο &γλεύκος&, και γίνεται γράμματα. Γράφεις πως το φαΐ είναι &κεκολημένον&, και μυρίζει &κνίσσαν&, και γίνεται κι αυτό αμέσως γράμματα. Αλλάζεις λέξες και πηγαίνεις εμπρός.

Όμως, αδρέφι, εσένα αφτά σου σύσταινε ο Μενοίτης 765 τότες που σ' έστελνε οχ τη Φτιά να πας στον Αγαμέμνο, κι' είμαστε μέσα εμείς, εγώ κι' ο θεϊκός Δυσσέας, κι' όλα καλά τ' ακούγαμε σα σ' τάλεγε στον πύργο. Τι ήρθαμε στου Πηλέα οι διο τ' αρχοντικό, ζητώντας στρατό μες στην πολύβοσκη να μάσουμε Αχαιΐδα. 770 Μέσα λοιπόν εκεί ήβραμε τον αρχηγό Μενοίτη, ήβραμε εσένα, κι' έστεκε σιμά σου ο Αχιλέας.

Τη βάλανε στη μέση, το γυναικομάνι πούχε μαζευτή, και την πήγανε με σούσσουρο τον κατήφορο κι αυτή τους τάλεγε πια χωρίς πνοή, με τα χέρια, με το κεφάλι το ξετσουλουφιασμένο, μ’ ό,τι της είχε απομείνει. . . Πήρε κ' η θεια Ελέγκω, τρέμοντας σύσσωμη απ’ τη χολή που την έπνιγε, τη φοβισμένη Λιόλια με το μπογαλάκι της απ’ το χέρι και κλείδωσε την κάμαρη και το κλειδί τόδωσε της πονόψυχης της Κερά Γιώργαινας να το δώση του Νίκου άμα που θαρθή!. . . Σε λίγο ήρθε ο Νίκος, συντροφεμένος.

Κι αλήθεια πολλά δεν κατάλαβε, είτε γιατί είτανε γλωσσολογικά, καλλιτεχνικά και δύσκολα, είτε γιατί δεν πήγαινε ο νους του στα σοβαρά που του ξηγούσα, και τάπαιρνε όλα παίζοντας και για χωρατά. Έτσι στο ιντερβιού εκείνο με βάζει άξαφνα και λέω μερικά πράματα, που μοιάζει σα να τάλεγε κανένας τρελλός. Δε θέλησα λοιπόν, αν το διαβάσουνε κατόπι, να θαρρέψουν πως εγώ είπα όσα είπε ο Μποέμ.

Οργίστηκε, κι ως τόσο ταψηφούσε ταεροκοπανίσματα. «Τέτοια ανωφέλευτα μωρολογήματα», έγραφε του Μητροπολίτη της Αλεξάντρειας, «μήτε να τα ξεστομίζουμε δεν πρέπει». Φρόνιμα λόγια, αν τάλεγε σε Ρωμαίους, σε Μακεδόνες, ή και σ' Εβραίους. Μα πού να τον ακούσουν οι Αλεξαντρινοί! Ως κι ο ταχυδρόμος πούφερε τα βασιλικό το γράμμα στην Αλεξάντρεια, ως κι αυτός κόρωσε μέσα στη φλογερή εκείνη λογομάχητα.

Και τα χοντρά και τα πρωτάκουστα γι' αφτούς που τους έλεγα, τους τάλεγα ήμερα κι απλά, σαν που θα τάλεγε κανένας σε μιαν εβρωπαϊκή Ακαδημία, έτσι, με τρόπο, μήτε πολύ πολύ σοβαρά, μα μήτε και πολύ πολύ στο ψιλό. Δημοσίεψε ωςτόσο τη μελέτη μου ο Σύλλογος , και θέλει δε θέλει, βρίσκεται τώρα η δημοτική πολιτογραφημένη στα ιερά βιβλία του Συλλόγου.

Και τους λοιπούς μας μάλιστα, μας είπε, συβουλέβει όλοι να φέβγουμε, τι πια εδώ άκρη δε θα βρούμε 685 της Τριάς, γιατί μ' απόφαση το χέρι του από πάνου της έβαλε του Κρόνου ο γιος και θάρρεψαν οι Τρώες. Έτσι είπε· να, ας τα πουν κι' αφτοί που τάλεγε μπροστά τους, ο Αίας κι' οι διο κράχτες μας, κι' οι διο με νου και κρίση.