United States or Heard Island and McDonald Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Καλά λεν οι δασκαλευούμενοι: «τα έν οίκω μη εν δήμωΤι λαιμός ήτον εκείνος σαν καμμιάς αρρωστημένης γαλοπούλας μέσ' απ’ την άσπρη νυχτικιά που της έλειπε το κουμπί! τι σακκούλες κρεμαστές κάτω απ’ τα μάτια ! τι χρώμα σαν το κυδώνι ! άφησε πια το μισοφόρι, ο Θεός να το κάνη ροζ, με τον ξηλωμένο φαρμπαλλά που έσταζε απ’ τη λέρα. . κι αποκάτω τα κατσάρια! . . . -Καλέ τί πάθατε, Κυρ Νίκο μου! στρίγγλισε η γριά συφορά.

Η Γκριζέντα ακούμπησε τον κουβά στο κάθισμα και έπεσε επάνω στο μωρό που της χαμογελούσε από το στρώμα κουνώντας τα ποδαράκια του στον αέρα και προσπαθώντας να τα πιάσει με βρώμικα χεράκια του. Του φίλησε τον ποπό, βυθίζοντας τα χείλη της στην τρυφερή σάρκα στα σημεία όπου οι αυλακιές σχημάτιζαν ροζ και βιολετί γραμμές.

Ο Έφις κατέβηκε, έκοψε μια μικρή ροζ βιολέτα και κρατώντας την ανάμεσα στα δάχτυλα, που είχε σταυρωμένα πίσω στην πλάτη, κατευθύνθηκε προς την εκκλησία. Η ησυχία και η δροσιά του απότομου Βουνού κυριαρχούσαν τριγύρω. Μόνο οι τρίλιες των μελισσοφάγων μέσα στα βάτα έδιναν ζωντάνια στον τόπο και συνόδευαν την μονότονη προσευχή των γυναικών στην εκκλησία.

Όταν περνούσαν κάτω από το κτηματάκι σταμάτησαν για λίγο και ο Έφις έδειξε με την τρυφερότητα ενός εραστή τον λόφο του, το φρύδι του λόφου όπου τα καλάμια τρεμούλιαζαν βαμμένα ροζ από το ηλιοβασίλεμα, το καλύβι κρυμμένο μέσα στις πρασινάδες να τον περιμένει. «Εδώ μένω όλο το χρόνο.

Η Νοέμι άνοιξε την ντουλάπα για να ξαναβάλει εκεί το εργόχειρό της και οι μεντεσέδες έτριξαν μες στη σιωπή σαν χορδή βιολιού, ενώ ο ήλιος, τώρα πια χωρίς ακτίνες, έριχνε μια ροζ αναλαμπή στα ασπρόρουχα που ήταν τοποθετημένα επάνω σε ράφια ντυμένα με χαρτί τιρκουάζ.

Έπιασε ο Δάσκαλος και μερικοί άλλοι εκεί δα, πούχαν ακούσει ναλογοφέρνουν, το Μίμη, γιατ’ήτον έτοιμος να χυμήξη απάνω στο Νίκο, θεριό μονάχο, καθώς έβλεπε κιόλας πως έκανε να φύγη ο Νίκος απ’το χορό με τη Λιόλια, να πάη έξω στα σκοτάδια με τη Λιόλια, που στεκόταν ασάλευτη, κατάχλωμη κάτω απ’το σαλάκι της το ροζ, σαν Παναγίτσα, μέσα στη γωνιά της πόρτας Τα βρίσκουμ’ άλλη ώρα !-του φώναξε του Μίμη ο Νίκος, πάνω απ’ τα κεφάλια των αντρών που τους χώριζαν, κ’ έσυρε τη Λιόλια απ’ το χέρι τις ασκάλες κάτω. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . Περπατούσανε γλήγορα, ο ένας κοντά στον άλλον, απ' τα σοκάκια της Πλάκας τα έρημα. . . Κάτι μασκαράδες ερχόντουσαν τον κατήφορο, ο ένας πίσω απ' τον άλλονα στο στενό το πεζοδρόμιο ταντικρινό : ένας παλιάτσος άσπρος και δυο ντόμινα. Μωρέ Βλάμη ! που την πας την Κλάρα!-τους φώναξε το ένα ντόμινο καθώς προσπερνούσαν. . . Μ'λάρι ! που την πας την π'λάρα !-το χόντρυνε, σε λιγάκι,ο σαχλός ο παλιάτσος, με πιο μεγάλη φωνή, μόλις πήγανε πιο κάτω. Έλα κοντά να σε κάνω τρακόσιες οκάδες!-γύρισ’ ο Νίκος και του φώναξε με μιαν αγριοφωνάρα που τους πήγε ριπιτίδι των μασκαράδων και χάθηκαν πίσω από μιαν αγκωνή . . Παρά 'κεί ξεπρόβαλαν τραγουδώντας μέσ' από ‘να στενό, που ήτονε μια ταβέρνα, ένα μπουλούκι μεθυσμένοι.