United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Στην νοτεινή γωνιά της κάμαρας είνε το νυφικό, απλό ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, με πολύχρωμο μεταξωτό γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα με πλατιές δαντέλες στης άκρες, και με κουρτίνες και τουρναλέτο, απλά όλα μα κάτασπρα. Το έστρωσε, λίγο προτήτερα, ο Σερέτης και τώρα κάθεται αντίκρυ του και το καμαρώνει.

Και ο λαός συφάμελος ξαρματώνει τους φρουρούς, ανοίγει με τα τσεκούρια τις πόρτες, ανεβαίνει τις ταπητοστρωμένες σκάλες, σχίζει κουρέλια τις μεταξωτές κουρτίνες, συντρίβει τα βάζα, φθάνει αγριόθυμος εμπρός στον βασιλιά. — Να σε ρωτήσω πατέρα μου δικαιοκρίτη· του λέγει. Με τι πληρώνει εκείνος που πατάει την καραντίνα; — Με θάνατο. — Υπόγραψε.

Τα ζεμπούλια σμίγαν απαλά με τις γαλάζιες ανεμώνες, οι γαλάζιες ανεμώνες μ' άσπρες, με λευκόια και μενεξέδες κι όταν κόντευε να φτάση η μέρα του Άιγιανιού κι ο καλοκαιρινός αέρας έπαιζε στις κατεβασμένες κουρτίνες, ήρθανε κ' οι φεγγοβόλες πασκαλιές. Η μαμά κι ο Σβεν είταν εκείνοι που φέρνανε τάνθη κ' είτανε δύσκολο να πη κανείς ποιος από τους δυο ταγαπούσε πιο πολύ.

Η Ιζόλδη έχει τα ευγενικά στολίδια, τα πορφυρά υφάσματα και τους τάπητες της Θεσσαλίας, τα τραγούδια των αρπιστών, και της κουρτίνες όπου είναι κεντημένες λεοπαρδάλεις, αετοί, παπαγάλοι της Αμερικής, κι' όλα τάλλα ζώα και τα θερία της θάλασσας και των δασών.

Άνοιξε την πόρτα διάπλατα, χύθηκε μέσα, στα δόντια κρατώντας τις βρισές, μ' εκείνες που θα έλουζε πατόκορφα τον ξένο. Στάθηκε όμως μάρμαρο στη μέση της σάλας. Κανείς δεν ήταν εκεί. Ούτε πίσω από τις κουρτίνες, ούτε πίσω από τις πολυθρόνες, ούτε πίσω από το πιάνο. Και άλλη πόρτα δεν είχε να ειπής άνοιξε κ' έφυγε.

Έρραψε ένα τραπεζομάντηλο από τα ίδιο ύφασμα που έκαμε και τις κουρτίνες, κι απάνω στο τραπέζι είτανε τα παιγνίδια του Σβεν. Το άλογο που έσερνε ένα κάρο, μερικοί μολυβένιοι στρατιώτες και μια σκηνή. Εκεί απάνω είτανε το άσπρο φλιτζάνι του Σβεν με το χρυσό γύρο, ο κομπαράς του, ένα μικρό σπαθί και μια περικεφαλαία. Αυτά είταν όλα όσα άφησε πίσω του.

Για να αρέσει στον ξένο κορόιδευε ακόμη και τις καλύβες, που στο κάτω κάτω ήταν ιερές, επειδή τις κατοικούσαν οι πιστοί και ανήκαν στην εκκλησία. «Ούτε στη Ρώμη δεν έχει μέγαρα σαν κι αυτά! Κοιτάξτε τι κουρτίνες! Τις έβαλαν οι αράχνες τζάμπα, με τη θέληση του Θεού.» «Και άντε να μετρήσετε τα ποντίκια! Εάν το βράδυ ακούσετε να σέρνονται πόδια, μην νομίσετε ότι είμαι εγώ, ντον Τζατσί

Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα.

Κανείς δεν είχε το δικαίωμα να βοηθά τη γυναίκα μου στα συγύρισμα αυτής της κάμαρας, κανείς δεν είχε το δικαίωμα να πειράζη τίποτε κει μέσα. Όλα έπρεπε να τα κάνη μόνη. Κρέμασε λευκές κουρτίνες στο μικρό παράθυρο και στο άδειο του παράθυρου πίσω από τις κουρτίνες έβαλε ένα τραπέζι.

Η εκπαίδευση είναι κάτι θαυμαστό, όμως καλόν είναι να θυμόμαστε πού και πού ότι τίποτε που αξίζει τη γνώση δεν μπορεί να διδαχθή. Από τις μισοανοιγμένες κουρτίνες του παραθυριού βλέπω το φεγγάρι σαν ένα κομμένο κομμάτι ασήμι. Σαν χρυσωμένα μελίσσια σωρεύονται γύρω του ταστέρια. Ο ουρανός είν' ένας σκληρός κοίλος σάπφειρος. Πάμ' έξω στη νυχτιά.