United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !
Η δρόσος επεκάθητο άφθονος επί των θάμνων ως αδαμαντίνη βροχή, και εβράχησαν αι άκραι των ιματίων και των τριών γυναικών. Ανέβησαν ήδη εις τον λόφον. Έφεγγε καλά πλέον. Ευωδίαζεν ο τόπος. — Τι εύμορφα! είπεν η Δεσποινιώ, σταματήσασα και πνέουσα βαθέως το μεθυστικόν εκείνο άρωμα της πρωίας, σφόδρα ζωτικόν. — Και δεν ήθελες! διέκοψεν η Σοφούλα. Εξαίσιον ήτο το θέαμα.
— Προσέχετε να μη πέσετε, εψιθύρισεν ησύχως η γραία ημικοιμωμένη. — Να ιδής, Μα, εξηκολούθει η Δεσποινιώ. Τι ώμορφο που είνε το μπαμπουκλί της κυρά Γεώργαινας. Αχ! Λάμπει μέσα 'σ τον ήλιο. Φωτιές πετάει. Βελούδο κόκκινο, της τώφεραν από την Πόλι. Αχ! τι ώμορφο κορμί, Μάννα! Σήκω να ιδής. — Της Λένης, προσέθηκεν η Σοφούλα, είνε σαν παληό το γουνάκι. Δεν έχει καμμιά θωριά! — Αχ!
— Χτύπησες παιδί μ; ηρώτα η γραία μετά περιπαθείας έκφρονος. — Ωχ! επόνει η Δεσποινιώ, μη δυναμένη να μετακινηθή εκ του εδάφους. Και εθώπευε μαλακώς τον δεξιόν της πόδα. Είχε θραυσθή το οστούν του ποδός, άνω του γόνατος εν τω μηρώ. Απερίγραπτος είνε η θλίψις της γραίας και της άλλης αδελφής, ότε εβεβαπτίσθησαν περί του τρομερού παθήματος. — Ωχ! Ωχ!
— Πάει! Σκοτώθηκεν! Επανελάμβανεν έκφρων η γραία. Τι να γένω! Μετά τινας στιγμάς όμως συνήλθεν εις εαυτήν η Δεσποινιώ. Πλην δεν ηδύνατο να μετακινηθή εκ του εδάφους.
— Αμ πώς, αδελφή; Δεν ξέρεις πως ακρίβαιναν οι γαμπροί; — Ακρίβαιναν ε! Τας έβλεπε λοιπόν τας ωραίας θυγατέρας χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως κ' έφθινεν η γραία κ' εφθείρετο. Και αποδίδουσα και αυτήν την ατυχίαν εις τα μοναστηριακά, εφοβείτο ότι θ' απέθνησκε και θα τας άφινεν εις τους πέντε δρόμους. Και ανεστέναζε κρυφίως η γραία. — Τι έχεις, μάννα μ'; Είπε μίαν ημέραν η Δεσποινιώ.
— Αρί Δεσποινιώ! ηθέλησε να παίξη και η γραία, παρατείνουσα την τελευταίαν συλλαβήν και οξύνουσα επί το νεανικώτερον την φωνήν. Τα κορίτσια εγέλασαν. Ήδη ήσαν εντός της αμπέλου των, της ζηλευτής Αη-χαραλαμπήτικης αμπέλου. Η γραία κατά πρώτον έσπευσε προς την καρυδέαν, ην εύρε καλώς έχουσαν και ανέπνευσεν εξ ευχαριστήσεως.
Πώς λάμπει η σκούφια της κόρης της! παρετήρησεν η Δεσποινιώ. Θαμπόνουν τα μάτια. — Εγώ την εκέντησα, υπέμνησεν η Σοφούλα. Έχει τριάντα δράμια χρυσάφι. — Κορίτσια! να μη πέσετε! είπε πάλιν η γραία ως καθ' εαυτήν υποψιθυρίζουσα. — Να! Να! εφώνησε μετά τινος θάμβους η Δεσποινιώ. Σηκώσανε τη νύφη να χορέψη. Μα, Μάννα, σήκω να ιδής τη νύφη. Πολύ ώμορφη μέση! Δαχτυλιδένια! Και πώς καμαρόνει! Μάννα!
Μου φαίνεται πώς είνε κομμένα τα ήπατά μου. — Μήπως κάθεσαι καμμιά μέρα; Ούλου παλεύεις, είπεν η Δεσποινιώ. Και εχασμάτο η γραία, ενώ αι θυγατέρες της ενεδύοντο. — Θα τα 'ρμάξνι κείνα τα 'κκιά! είπεν η θειά-Ζωίτσα. — Αμ την καρυά; — Καλά λες· είπε ζωντανεύσασα ολίγον η γραία. Κάμετε γλίγωρα.
— Μάννα, λέω! εφώνησε παρατείνουσα την φωνήν της η Δεσποινιώ, καλούσα δήθεν την άφαντον μητέρα της, ήτις ελαφρά βαδίζουσα πάντοτε προηγείτο. — Θειά-Ζωίτσα! εφώνησε και η Σοφούλα, μάλλον λεπτύνασα την φωνήν της, επί το αστειότερον. Και επανέλαβεν η πρωινή ηχώ μέσα εις το βαθύ σπαρτόν. — Θειά-Ζωίτσα!
Είν' η μεγάλη μου και μοναχή μου χαρά, μα κιο μεγάλος κιαγιάτρευτος πόνος τση ζωής μου. Ο κόσμος έπρεπε να με λυπάται. Δεν το ζήτηξα· μα κια με κατακρίνουνε, μουδέ φοβούμαι, μουδέ ντρέπομαι. Ο Θεός, που δε θωρεί σαν τσαθρώπους θα με κρίνη. Και θα βρη την κορδιά μου καθαρή. Η Δεσποινιώ την κύταζε χωρίς να καταλαβαίνη πολύ απ' όσα ήκουε, αλλά κιαρκετά καταλάβαινε και διαισθανότανε ώστε νανησυχή.
Λέξη Της Ημέρας