United States or Belarus ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμ πώς, αδελφή; Δεν ξέρεις πως ακρίβαιναν οι γαμπροί; — Ακρίβαιναν ε! Τας έβλεπε λοιπόν τας ωραίας θυγατέρας χωρίς ελπίδα αποκαταστάσεως κ' έφθινεν η γραία κ' εφθείρετο. Και αποδίδουσα και αυτήν την ατυχίαν εις τα μοναστηριακά, εφοβείτο ότι θ' απέθνησκε και θα τας άφινεν εις τους πέντε δρόμους. Και ανεστέναζε κρυφίως η γραία. — Τι έχεις, μάννα μ'; Είπε μίαν ημέραν η Δεσποινιώ.

Ξανθός παις, με γαλανά ματάκια, άσπρος κάτασπρος, σαν τον πατέρα του τον μπάρμπα-Χιονάν, κατά της καλλονής του οποίου εφαντάζετο, ότι ενέδραν φοβεράν είχε στήσει η αδυσώπητος θάλασσα. — Για την θάλασσαν σ' έχω εγώ; Ανεστέναζε πολλάκις η χήρα. Και όσον εμεγάλωνε, τόσον ηύξανε και ο προς την θάλασσαν έρως του. Τίποτε άλλο δεν εζήλευεν εις αυτόν τον κόσμον ο Μανώλης της Αλτανούς από την θάλασσαν.

Επίσης ανεστέναζε και διά την μικράν φελούκαν, την οποίαν είχε χρωματίσει προ ημερών ο ίδιος λίαν κομψώς κ' επιμελώς, μαύρην και λευκήν, ο δε σκληρός αιφνιδίως πνεύσας άνεμος τους την είχεν αρπάσει, πριν προφθάσωσι να την αναβιβάσωσιν επί του πλοίου, καθ' ην στιγμήν τους «εξούριασεν» από την Κυρά-Παναγιά.

Αλλ' όταν έφθασα εις του Ευκράτους είδα εις την είσοδον πολλούς άλλους και εκείνον τον άρρωστον που μ' εκάλεσαν ν' αντικαταστήσω. Τον έφερναν τέσσεροι δούλοι πάνω σε φορείο. Εφαίνετο δε ότι πραγματικώς δεν ήτο καλά, διότι και ανεστέναζε κ' εσιγόβηχε κι' αγωνιζότανε τα βγάλη από τα πλεμόνια του φλέγμα που δεν έβγαινε• ήτο δε και κατακίτρινος και πρισμένος και περίπου εξηντάρης.

Ο μεγάλος Κλώσος άφησε τον σάκκον εις την θύραν της εκκλησίας, και υπήγε μέσα. Ο δε μικρός Κλώσος ανεστέναζε και εγύριζεν απ’ εδώ και απ’ εκεί, αλλά δεν ημπορούσε να λύση τον σάκκον. Εκεί ήρχετο ένας γέρων βοσκός ασπρομάλλης με ραβδί εις το χέρι, και είχεν εμπρός του ένα σωρόν πρόβατα, τα οποία έσπρωξαν τον σάκκον, και εκύλισαν τον μικρόν Κλώσον κατά γης.

Αλλ' η Καλλιώ έμενεν ακλόνητος εις την ιδέαν της και έλεγεν ως ο Σαϊτονικολής: — Κατέχει ο μπουρμάς είντά 'ν' ο χουρμάς; Έπειτα βυθιζομένη εις σκέψεις ανεστέναζε.

Και ανοίξας την θύραν πάραυτα είδεν υψηλόν εμπρός τοίχον εκ χιόνος, κοκκωτής αυτής, ουχί βαμβακοειδούς, ως αποκρυσταλλωθείσης εν τη στενή και ψυχρά αυλή. Κοντός ως ήτο ο Μπάρμπα-Σταύρος έκαμνε να ίδη προς τα έξω, αλλά πού να φθάση εκείνο της χιόνος το ύψος. Και ηκούετο μετά πόνου ο γρυλλισμός του χοιριδίου, το οποίον ανεστέναζε κάτω από τα ψυχρά εκείνα έγκατα της χιόνος.