United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σωπάτε, μην τρομάζετε, λαχτάρα μη σας πήρε, Κ' εκείνος που με γλύτωσε γλυκοκοιμάται απάνου. Χιλιάδες βασιλόπουλα πλακώσανε 'ςτό κάστρο Κ' επιάστηκαν 'ςέ πόλεμο, κ' επιάστηκαναμάχη, Όποιος γλυτώσει απ' όλους τους 'ςτό κάστρο να πηδήση, Ν' αρπάξη εμένα και μακρυά δική του να με πάρη. Κάθε που έπεφτε σπαθιά τα στήθεια μου περνούσε.

Μα εσένα ακόμα δα οι θεοί δε σε μισούν και τόσο, παρά και μέλλεταιέννια σου! — στους αρχηγούς των Τρώων να φύγουν όλοι πίσω ομπρός, και θαν τους δεις στον κάμπο, 145 σ' το τάζω, να τσακίζουνται πιος να γλυτώσει πρώτοςΕίπε και χουγιοχούγιαξε, στον κάμπο ροβολώντας.

Φθάνοντας τέλος πάντων η νύκτα, ο πατέρα της την έβγαλεν από ένα κρυφόν τόπον του σεραγιού του, και την έφερεν ο ίδιος εις την πόρταν του Αμπτούλ, και εκεί την άφησε· και πριν την αφήση της είπε· πως αν δεν κάμης καθώς σε εδιάταξα διά να μάθης που έχει τον θησαυρόν, ήξερε πως από το σπαθί μου δεν θέλεις γλυτώσει. Τότες αυτή εκτύπησε την πόρταν, και εγύρεψε διά να ομιλήση με τον Αμπτούλ.

Έτσι από δάφτους τώρα εδώ ρουθούνι μη γλυτώσει απ' τ' Άδη τα κατάβαθα κι' απ' τα δικά μας χέρια, μηδ' όπιο ακόμα ασερνικό μες σε κοιλιά 'ναι μάννας, ας μη γλυτώσει μήτε αφτό, μον άφαντοι απ' την Τροία όλοι ας χαθούνε σύγκληροι χωρίς θαφή και κλάμα60 Μ' αφτά τα λόγια τ' αδερφού τού γύρισε τη γνώμη, σαν που του μίλησε σωστά.

Θα δρώσουν γύρω τα λουριά της κουφωτής ασπίδας στα στήθια, απάνου στα σπαθιά τα χέρια θ' αποστάσουν, τα ζα θα δρώσουν σέρνοντας τα τορνεμένα αμάξα. 390 Κι' όπιον να κοντοστέκει εγώ τον δω μακρυά απ' τη μάχη, αφτού στα ταξιδιάρικα καράβια, ας μην τ' ολπίζει πως θα γλυτώσει, μον σκυλιά θαν τον παστρέψουν κι' όρνια

Μον έλα κάνας λειτουργός ας ρωτηθεί ή προφήτης, ή κι' ονειράτων ξηγητήςκι' αφτά τα στέλνει ο Δίαςπου να ξηγήσει τι μαθές μας χόλιασε έτσι ο Φοίβος, μην τούλειψε εκατοβοδιά, μην τάμα ξεχασμένο, 65 αν θέλει μαλλιαρά απ' αρνιά και τάβρους ίσως τσίκνα να λάβει, κι' απ' το φοβερό χαμό να μας γλυτώσειΈτσι είπε αφτός και κάθησε.

Όμως άδικα ξενυχτούν. Ο βράχος το βγάζει και η γη ζηλιάρα το αναρουφά ευθύς. Φοβάται νομίζεις το αχόρταγο τέρας μη το αποχτήσει ο μαύρος άνθρωπος και γλυτώσει από το φοβερό της χωνευτήρι. Και οι ξενυχτισμένοι φεύγουν κάθε χρόνο με την ίδια πίκρα στην ψυχή, χωρίς να ειδούν εικόνα της αθανασίας άλλη παρά τα κάτασπρα κόκκαλα των σκοτωμένων, που κοίτονται βωμός ακόμη στη μέση της σπηλιάς.