United States or Falkland Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με μεγάλες τιμές, την ωδήγησε στο παλάτι του Τινταγκέλ. Κι' όταν η Ιζόλδη παρουσιάστηκε στην αίθουσα, εν τω μέσω των υποτελών, τέτοια λάμψι έρριξε η ωμορφιά της όπου άστραψαν οι τοίχοι της σάλας σαν να τους φώτισε ξαφνικά ο ήλιος της ανατολής. Τότε ο Βασιληάς Μάρκος ευλόγησε τα χελιδόνια που τόσο ευγενικά είχανε φέρει τη χρυσή τρίχα.

Άξαφνα καινούργια λάμψι γύρου χύνεται, Σιέται του χωριού το πλήθος, κυματίζεται, Και σαν σύγνεφα μεριάζει και ξανοίγεται Που περνάει λαμπροντυμένο τ' αστραπόβροντο, Και διαβαίνει ανάμεσά του κι' όλο χαιρετά Λυγερή καμαρωμένη και περίμορφη.

Όσω βαστά η ζωή της, και τα μάτια της έχουνε λάμψι φωτεινή, δεν θα δεχθή αφέντη ξένο να θωρή στο σπίτι της αυτή, πούχει από αφέντες γεννηθή!

Η χλωμή λάμψι που ανάδιναν τα κληματοφρύγανα, με το λυπητερό τους, σαν παράπονο, τριζοκόπημα στη φλογισμένη αγκαλιά του φοβερού στοιχείου, ήταν σε μιαν άκρη αντίθεσι, με τον βαθυγάλαζο, τον ατελείωτο ουράνιο θόλο με τ' αμέτρητα, τα διαμαντένια του άστρα, που με το εξαίσιο, τρεμουλιαστό λαμποκόπημά τους, έχυναν την άσβεστη φεγγοβολή τους στο χωρικό δείπνο.

Από την γλυκειά μουσική εβούλωσαν τ' αυτιά μου, από την χρυσή λάμψι των μαλλιών των εθάμπωσαν τα μάτια μου. Κάμνω να μιλήσω, δεν ημπορούσα. Μου πήραν την μιλιά γιατί τους χάλασα τον χορό. Έκαμα τρεις μήνες να μιλήσω. Από τότες μου απόμεινε ένας φόβοςτην καρδιά και κάμνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου μερικές φορές. 'Σ τον πόλεμο με είδες, καπετάνιε, αλλάτης Νεράιδες να μη με ιδής.

Διαμαντοστόλιστο στέμμα εφορούσε στο κεφάλι και τα πλούσια μαλλιά, γαλάζια χαίτη άπλωναν στις πλάτες ως κάτω στα κύματα. Το πλατύ μέτωπο, τ' αμυγδαλωτά μάτια, χείλη της τα κοραλλένια έχυναν περίγυρα κάποια λάμψι αθανασίας και κάποια υπερηφάνεια βασιλική.

Εκείνον τον αλαλαγμό κι' όλη την λάμψι εκείνη Απ' της Κλεισούρας το μικρό εκείνο ερημοκκλήσι Αγροίκησε ο Καλόγηρος κ' είχε με μιας γνωρίσητο Μεσολόγγι τη βραδειά εκείνη τ' είχε γίνη. Με μιας πετιέταιτην κορφή και το τηράει και κλαίει Και τέτοια αναστενάζοντας λόγια θλιμμένα λέει: — Αφωρισμένος τρεις φοραίς οποίος έβαλε χέρι 'Στ' αστέρι της Πατρίδας μας, 'ςτού Γένους μας τ' αστέρι!

Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.

Όχι, ρε Μήτσο, είπε ο άλλος. Να μην τον δη έτσι η γυναίκα του. Άσε να τονέ δέσουνε πρώτα οι γιατροί στη σπετσαρία. — Στο σπίτι! Καλύτερα στο σπίτι! είπε ο χτυπημένος. Δεν έχω τίποτα. Στο σπίτι να με πάτε! Τα μάτια του σκορπίσανε μια παράξενη λάμψι. — Στο σπίτι σας λέω! ξαναείπε. — Μη συχύζεσαι, Γιώργη! είπε ο Μήτσος. Σα θέλης στο σπίτι, στο σπίτι σε πάμε...

Τα λόγια ταύτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, η Ευρυνόμη ετοίμαζε την κλίνη και η βυζάστρα με μαλακά σκεπάσματα, 'ς την λάμψι των λαμπάδων. 290 και άμ' έστρωσαν με προσοχή την στερεωμένην κλίνην, εγύρισ' η γερόντισσατο σπίτι να πλαγιάση· η Ευρυνόμη με το φως εμπρός τους προχωρούσε, 'ς την κλίνην ενώ πήγαιναν, και, αφού στον θάλαμόν τους τους πήγεν, αναχώρησε· και της αρχαίας κλίνης, 295 με την καρδιά περίχαρη, την θέσι κείνοι ευρήκαν. ωστόσο οι τρεις, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, τον χορό παύσαν, κ' έκαμαν να παύσουν η γυναίκες, καιτα ισκιωμένα μέγαρα κατόπι αναπαυθήκαν.