United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο θυρωρός έτρεχε με όλας τας δυνάμεις του κινών κεφαλήν και κοιλίαν και τας κοντάς χείρας του εις την αυλήν· και πονηρός ως ήτο εκτύπησε τον μικρόν κώδωνα, προς μεγάλην των χωροφυλάκων δυσαρέσκειαν, οίτινες ηυχαριστούντο μάλλον να εργάζωνται αθορύβως και χωρίς κώδωνας.

Λέγει τότε ο θυρωρός προς εμέ: — Αι γυναίκες εδώ αναλογούσι προς τους άνδρας είκοσιν επί εκατόν· Ηξεύρεις διατί παρατηρείται η δυσαναλογία αυτή; — Όχι· περίεργος είμαι να το μάθω. — Διότι δεν υπάρχει χώρος, διά να κλεισθούν όλαι. Και έκλεισεν ο θυρωρός την θύραν κατά προσώπου της γυναικός της τρελλής. γ'. Ερωτώ τον εαυτόν μου: — Αλλά λοιπόν τι είναι τρέλλα;

Εννόησεν όμως ο πατήρ της Ψυχής, ότι ο θυρωρός εξετέλει απλώς παράγγελμα, και υποπτεύσας, ότι ο Απόλλων είχεν απαγορεύσει την εις αυτόν είσοδον των κοινών θνητών, τις οίδε τίνας έχων σπουδαίας άλλας ασχολίας, επέμεινε παρακαλών να αγγελθή το όνομά του και ο σκοπός της ελεύσεως αυτού εις τον χρησμοδότην Λοξίαν.

Αλλά πριν ή αρχίση, ήλθε την ημέραν και απεπειράθη να εισέλθη εις το μοναστήριον. Ο θυρωρός τω απηγόρευσεν αποτόμως την είσοδον, λέγων αυτώ ότι ουδείς άρρην ηδύνατο να πλησιάση εκείσε. Ηρνήθη δε και να δώση αυτώ πληροφορίαν τινά, εξ όσων εζήτει ούτος. Τότε κατέφυγεν εις την απεγνωσμένην εκείνην απόπειραν. Κατ' αρχάς εζήτησε να μεταφέρη ή να κατασκευάση προχείρως κλίμακα, όπως αναβή το τείχος.

Είχε και πολλά ψάρια, εκ των οποίων άλλα μεν ωμοίαζαν με δαυλούς, τα δε μικρά με άνθρακας πυρακτωμένους και τα ωνόμαζαν λυχνίσκους. Η είσοδος ήτο στενή και μία δι' όλους• ως θυρωρός δε παρίστατο ο Τίμων ο Αθηναίος.

Ο θυρωρός είχε τουλάχιστον χαιρετίση, αλλ' ο προ εμού περιπατητικός φιλόσοφος εξηκολούθησε τον δρόμον του, ουδέ καν βλέμματος αξιώσας με.

Την αυτήν πρωίαν ο θυρωρός της Μονής μοναχός ανήρ 35 ετών ως κοντός τετράγωνος κορμός πεύκης, μάλλον στρογγυλός κ' έχων σχεδόν μόνον κεφαλήν και κοιλίαν, μετά περιεργείας είδε τέσσαρας ξένους χωροφύλακας, ων ο είς έφερεν αργυράς επωμίδας υπομοιράρχου άνευ κροσσών.

Ο θυρωρός προσέκλινεν, εννοείται, εις τον βασιλέα, ίσως δε μάλλον και εις το τετράδραχμον, δι' ου συνώδευσεν ούτος την αίτησίν του, και επέστρεψε μετά μικρόν, παρακαλών αυτόν να επανέλθη την επαύριον. Ο Θεός, είπε, δεν ηδύνατο να τον δεχθή την στιγμήν εκείνην, διότι ητοιμάζετο να αναβή εις τον Όλυμπον, όπου ήτο προσκεκλημένος εις δείπνον παρά του Διός.

'πώσφαξε τον πατέρα του και αυτήν γυναίκα επήρε. και τα γενόμενα οι θεοίτον κόσμο φανερώσαν, και αυτός με πάθη, 'ς την γλυκειά την Θήβα, των Καδμείων 275 βασίλευε, ως ηθέλησεν η οργή των αθανάτων. και αυτήν εδέχθη ο άσπλαχνος ο θυρωρός, ο Άδης• ότι, 'ς τον άκρον πόνο της, ψηλάθ' από την σκέπη κρεμάσθη με συρτοθηλειά, και άφησ' εκείνου πάθη αμέτρητ', όσα προξενούν η μητρικαίς κατάραις. 280

Διότι την προηγουμένην ημέραν, καθώς εξήλθομεν από την φυλακήν βράδυ, επληροφορήθημεν ότι το πλοίον είχεν έλθει από την Δήλον. Εσυστήσαμεν λοιπόν ο ένας εις τον άλλον να έλθωμεν όσον το δυνατόν πρωινώτερα εις το συνηθισμένον μέρος· και υπήγαμεν εκεί· και ο θυρωρός, ο οποίος συνήθιζε να μας ανοίγη, εξήλθε και μας είπε να περιμένωμεν και να μη εμβώμεν, παρά αφού αυτός μας παραγγείλη.