United States or Dominican Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά και από των εκφαυλισθέντων τούτων κέντρων αν μεταβώμεν εις αυτήν την κοιτίδα του αρματωλισμού, πολύ φοβούμεθα μη εύρωμεν και εν Ηπείρω τα πράγματα και τα αισθήματα ικανώς μεταβληβέντα. Οι αρματωλοί και κλέπται απετέλουν εκεί είδος τι στρατιωτικής αριστοκρατίας και ενόπλου φρουράς της κιβωτού των εθνικών ελπίδων.

Μετά την παύσιν του πολέμου ο Χειμάρρας απεσύρθη εις το ορεινόν χωρίον του, την κοιτίδα αυτήν του αρματωλισμού, όπου ο Βρυκόλακας, Έξαρχος Παρνασσίδος, συνεκρότει άλλοτε τας συνόδους του και ο Ανδρίτσος εξεχείμαζεν αμέριμνος μετά του Βλαχοθανάση.

Πάντων των μεγάλων, ανδρών την κοιτίδα περικυκλούσι σκότη πυκνά, εις τα οποία μόνοι οι ποιηταί, και μυθογράφοι τολμώσι να ριψοκινδυνεύσωσιν, ανάπτοντες της φαντασίας των το μαγικόν φανάριον, εις του οποίου το φως μυρία βλέπουσιν ωχρά ή μειδιώντα φαντάσματα.

Τα μάτια της τ' αμυγδαλωτά και μαύρα μου έδιναν υπόσχεσι να με φέρουν σε μια κοιτίδα ήσυχη, ευτυχισμένη, ακούνητη· και ο κόρφος της σε κόρφους άλλους πλέον γαληνεμένους και αμμόστρωτους, να δέση ο ναύτης άφοβα τη βαρκούλα του.

Καλύπτονται μεν ως με τέφραν, αλλ' έρχεται ιδού ημέρα, ήτις μας κάμνει να γελώμεν μ' αυτάς· κι' ενίοτε να κλαίωμεν. Ω! να κλαίωμεν! Διότι φεύγουν, χάνονται από την Ελλάδα μας, την θερμήν κοιτίδα και γλυκείαν τροφόν των ωραιοτέρων παραμυθιών.

Ούτω, χαίρουσα καν ότι δεν εγκατέλειπον εντελώς τας αδελφάς μου, αφήκα την κοιτίδα της βρεφικής μου ηλικίας, και μετέβην εις τους κόλπους του κυρίου εκείνου, όστις υπόπτερος και χαίρων εξήλθεν εις την οδόν. Εννοείται ότι ανέπνευσα κάπως ελευθερώτερον ή υπό την φοβεράν εκείνην στιβάδα, υφ' ην διετέλεσα ολόκληρον νύκτα.

Η μουσική, δεν είνε τόσον αντίληψις του εγκεφάλου, όσον αίσθησις της καρδίας, και διά τούτο την αισθάνεσαι πρώτον επανερχομένην εις την κοιτίδα της, και ύστερον την εννοείς. Η ιστορία δεν θα σου αποκαλύψη αγριώτερον τύραννον, ούτε τρομερώτερον δεσπότην από το Εγώ του ανθρώπου.

Όλα τα κατείχε τώρα ο ιατρός· επιστήμην, έρωτα, φιλίαν . ., Δύο έτη παρήλθον ούτω. Εν τω μεταξύ το θυγάτριον του ιατρού είχεν αποθάνη. Δεν ηδυνήθησαν να το σώσουν ούτε η επιστήμη, ούτε το πατρικόν φίλτρον. Επί νύκτας ολοκλήρους ηγρύπνησε παρά την μικράν του κοιτίδα, παλαίων ανενδότως, με πείσμα, με όλον του τον νουν και με όλα του τα σλάγχνα, τα γεμάτα από αγάπην, κατά της νόσου της φοβεράς!

Αλλ' όμως η θεια Μαχώ το Φαλκάκι, ηγάπα το παλαιόν χωρίον της, το μέρος όπου είχε γεννηθή κι' αυτή ένα καιρόν, όταν το χωρίον εκατοικείτο ακόμη, περί τους χρόνους του Αγώνος, και όπου διήλθε τα προσφιλή εις πάσαν μνήμην έτη της παιδικής ηλικίας. Διά τούτο εφρόντισε με κάθε τρόπον να διατηρήση το παλαιό σπιτάκι, την φωλεάν των γονέων της, την κοιτίδα αυτής της ιδίας.

Ο Στελόγιωργας όμως που εγνώριζε κοιτίδα της οικογενείας του αυτό το ξερονήσι αν και είχε γεννηθή στη Νάξο, επήδησεν άξαφνα σαν να του εσούβλισαν τον πισινό. Αυτόν ηθέλησε να πειράξη ο Σαντορινιός με τα λόγια του. Αλλ' αυτός είχε συνήθεια να μη χαρίζεται σε κανένα. Ζεστό ήξευρε να το χτυπά τo σίδερο.