Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025
Το κύμα ανωρθούτο, επήδα, έπληττε την άνω φλιάν του στομίου, κατέπιπτε, πάλιν ανεπήδα, εξέπεμπε μακρούς ωρυγμούς μανίας από της αποθαλασσιές του βορρά, πότε στεναγμούς πόνου και πάθους από την φουσκοθάλασσαν. Κάτω εις το βάθος το άπατον, μυστήριον και σκότος σαλεύον.
Ενίοτε από υψηλόν τινα θάμνον κατέπιπτε μετά τριγμού και κρότου, αποσπωμένη από τα κλαδία, τολύπη τις χιόνος, θωπεύουσα δροσιστικώς τους οφθαλμούς και τα μέτωπα των δύο νυκτοβατών.
Ο βράχος, εφ' ον ανήλθεν ο άγνωστος, ήτο το εκφαντότερον μέρος της μικράς κοιλάδος. Ήτο όλος περίοπτος. Εκεί η λάμψις της σελήνης κατέπιπτε καθαρωτέρα και ο Βράγγης είδε τότε ή τω εφάνη ότι είδεν, ότι το δέμα όπερ εκράτει ο παράδοξος άνθρωπος εις τους βραχίονας, εκινείτο, ως να ήτο έμψυχον.
Το 'δικό σου είναι βέβαια κάτω εις την κοιλάδα· αλλά εδώ επάνω πρέπει κανείς να σκέπτεται την Νεράιδα του Πάγου· δεν είναι καλή προς τους ανθρώπους, λέγουν οι άνθρωποι!» — Δεν την φοβούμαι! . . » είπεν ο Ρούντυ. «Με έδωσε 'πίσω, όταν ήμην ακόμη παιδί, δεν θα της παραδοθώ, όταν είμαι μεγάλος!» Και το σκότος ηύξανε. η βροχή κατέπιπτε, επήλθε, και χιόνι, έλαμπε, ετύφλωνε.
Αλλ' η κεφαλή ολισθαίνουσα εκ του βάρους και του σχήματος κατέπιπτε πολλάκις και τότε εξήπτετο έρις περί αλώσεως αυτής ένθεν μεν αντιποιουμένων πάντων των αλβανών, ένθεν δε μόνου του Σάκου.
Ο Δημήτρης τους εμιμήθη αλλ' ο ύπνος δεν ήρχετο ν' αναπαύση τα μέλη του ο πυρετός τον κατέκαιεν. Η ιδέα του παθήματός του και ότι το έμαθον ο Νάσος και η Μπήλιω, οι μόνοι απομείναντες φίλοι του, επέτεινον την εκ του πυρετού αγρυπνίαν. Ηγείρετο και κατέπιπτεν επί της στρωμνής του, κατέπιπτε και ηγείρετο αλληλοδιαδόχως.
Ενόμιζες ότι χιών κατέπιπτε την στιγμήν εκείνην πυκνή, και ηπόρεις ότι δεν ησθάνεσο παγωμένους τους λοβούς των ωτίων σου. Την πέμπτην ώραν μετά το μεσονύκτιον το μέγαρον ήτο σκοτεινόν, και τους λοβούς των ωτίων μας επάγονεν αληθώς η παγερά ατμοσφαίρα των Αθηνών, εν μέσω των κλειστών αμαξών, αίτινες μας μετέφερον οίκαδε. Εν Αθήναις τη 20 Ιανουαρίου 1880.
Το δε πλοίον υψούτο και κατέπιπτε βιαιότερον επί των κυμάτων και ήρχισε να με καταλαμβάνη ο φόβος μη δεν κίνδυνεύωσι τα βαρέλια μου μόνα. Ευτυχώς οι φόβοι μου απεδείχθησαν μάταιοι. Το πλοίον ήτο καλόν, ο δε Καπετάν Κεφάλας εγνώριζε την τέχνην του. Την αυγήν ελλιμενιζόμεθα εντός ορμίσκου ασφαλούς και ησύχου, κατά τα μεσημβρινώτερα της Χίου παράλια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν