United States or El Salvador ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ζόρκα ποδάρια του 'ςτό παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση, κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Το ζώο, που καβαλίκευε, έκαμε να πηδήση ένα κοντρί σα σκαλοπάτι φυτρωμένο μες το δρόμο και με το πήδημά του η κόρη ξέγνοιαστη απάνω του τραντάχτηκε κ' έγυρε κατά τη λαγκαδιά. Κόβεται τότε η ίγγλα του σαμαριού και πέφτει τούτο μαζή με την καβάλα και με την κόρη κάτου στο βάθο. Έμπηξε κ' η νιόνυφη τες φωνές. Ο αγωγιάτης ήταν πολύ πίσω ακόμα.

Από το πολύ σκοτάδι, κι' από τον βαρυσυννεφιασμένον καιρό δεν είταν δυνατό να καταλάβη αυτή η γυναίκα, αν το ζώο, που καβαλίκευε εκείνος, πώρχονταν από πίσω της, είταν μουλάρι ή άλογο, αλλά το γνώριζε, ότι σωστά είταν μουλάρι, γιατί καμμιά φορά ποδάρι αλογινό δεν είχε πατήση στο Μικρό-Χωριό, κι' εξόν απ' αυτό, μόνο στο λαιμό των μουλαριών συνηθίζουν να κρεμούν κυπρί, μικρό κουδουνάκι από μπρούζο, που κάνει «τριγκ... τριγκ... τριγκ... »

Η νιόνυφη δε μπορούσε να πηδήση κι αυτή από την καβάλα της να μου δώση βοηθητικό χέρι, κ' έστεκε εκεί ορθή κ' εφώναζε. Ως και τα μουλάρια τα καϋμένα σταμάτησαν μοναχά τους κ' είχαν κι αυτά γυρμένα κι ολάνοιχτα τα μάτια τους κατά εμάς. Εκείνο που καβαλίκευε η κόρη, γυμνό και ξαφνιασμένο, τρεμούλιαζε ολόρθο, τρομαγμένο από το ξαφνικό και βαρύ πέσιμο της κυράς του.

Ο Πολιάνος πήγε να βρη τη χαμένη μούλα του, που καβαλίκευε ο ξάδερφός μου, ο Γκιτρίμης πήρε τον ανήφορο να ξεθάψη από την αρίνα την καβάλα μου, ο Μπαρμπούτας ετσόλιαζε τα φορτωμένα τα πράμματα, κι ο Γιάννης ο Αρβανίτης σκαρφάλωσε από χαρακιά σε χαρακιά του τοίχου με τα ποδάρια του 'ςτο παραθύρι του χανιού, τάνοιξε μ' ένα γερό γρόθο, πήδησε μέσα και μας άνοιξε από μέσα την πόρτα.