United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ τούτων οι μεν Κάρες αφήκαν τας νήσους και εκατοίκησαν εις την ήπειρον· διότι άλλοτε, ότε ήσαν υπήκοοι του Μίνωος και εκαλούντο Λέλεγες, κατώκουν τας νήσους και δεν επλήρωνον κανένα φόρον, καθ' όσον ηδυνήθην να πληροφορηθώ από παραδόσεις παλαιοτάτας, αλλ' όταν ο Μίνως ελάμβανεν ανάγκην, συνήθροιζον πληρώματα διά τα πλοία του.

Δεν διέφυγα τον θάνατον υπό την μορφήν αυτήν ειμή διά να υποστώ κάτι χειρότερον από θάνατον, υπό την μορφήν άλλης αγωνίας. Με την ιδέαν αυτήν, έστρεψα τα ανήσυχα μάτια μου επάνω εις τους σιδηρούς τοίχους της φυλακής. Πασιφανώς κάτι εξαιρετικόν, κάποια σπουδαία μεταβολή, την οποίαν δεν ηδυνήθην ν' αντιληφθώ σαφώς κατ' αρχάς, επήλθεν εις το δωμάτιον.

Κατά την στιγμήν εκείνην έτυχε να φιλονεικούν δύο από τους νέους αυτούς, ποίον όμως ήτο το αίτιον της φιλονεικίας των δεν ηδυνήθην ν' ακούσω και πολύ καλά.

Ταύτα τα θηρία ευρίσκονται εκεί και όσα άλλα αλλαχού, πλην της ελάφου και του αγριοχοίρου, διότι έλαφος και αγριόχοιρος ουδόλως ευρίσκονται εις την Λιβύαν. Η γη λοιπόν των νομάδων Λιβύων παράγει αυτά τα θηρία, καθ' όσον ηδυνήθην να εύρω εξετάζων. Αμέσως μετά τους Μάξυας είναι οι Ζαύηκες, των οποίων αι γυναίκες ηνιοχούσι τα άρματα εις τον πόλεμον.

Δεν ηδυνήθην να γνωρίσω την πόλιν, ούτε την ζωήν, ούτε τον έρωτα. Παιδίον εφοίτων εις το σχολείον του Μουσουνίου, όστις μας εδίδασκεν ότι η ευτυχία συνίσταται εις το να θέλωμεν ό,τι θέλουν οι θεοί. Και εγώ νομίζω ότι υπάρχει μία άλλη μεγαλειτέρα και πολυτιμοτέρα ευτυχία, η οποία δεν εξαρτάται από την θέλησίν μας, επειδή ο έρως μόνος δύναται να την δώση.

Το μέρος δε του Βοσπόρου το οποίον εγεφύρωσεν ο Δαρείος είναι, ως ηδυνήθην να κρίνω ερευνήσας, μεταξύ του Βυζαντίου και του πλησίον του στομίου υπάρχοντος ναού.

Κατά την διαμονήν μου εν τη οικία του Αούλου κατείχον θάλαμον προωρισμένον διά τους ξένους και επειδή είχα πόνον εις τον καρπόν της χειρός, δεν ηδυνάμην να παρακαθήσω εις την κοινήν τράπεζαν. Μόνον την προηγουμένην της αναχωρήσεώς μου συνήντησα την Λίγειαν εις το δείπνον και δεν ηδυνήθην να της απευθύνω τον λόγον. Δευτέραν φοράν συνήντησα την Λίγειαν εις τον κήπον, πλησίον της δεξαμενής.

Τα χείλη του ήσαν πελιδνά, οι οφθαλμοί του σβεσμένοι, αι κινήσεις αυτού ως κινήσεις πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού διατελούντος. Οι δε συνεχείς παλμοί της αμυδράς του λυχναρίου μου λάμψεως ανησύχως κυμαινόμενοι επ' αυτού, καθίστων την εμφάνισίν του ριγηλώς φρικαλέαν, ως εμφάνισιν νεκρικού τινος φάσματος! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην να τηρήσω την παρουσίαν του πνεύματός μου.

Και πάλιν σε φαντάζομαι, αγαπητέ Κρόνιε, να γελάς διά το τέλος του δράματος. Εγώ δε όταν τον ήκουσα να επικαλήται τα μητρικά πνεύματα δεν παρεξενεύθην πολύ. Αλλ' όταν επεκαλέσθη και τα πατρικά, δεν ηδυνήθην να κρατήσω τον γέλωτα, ενθυμηθείς τα λεχθέντα περί του φόνου του πατρός του.

Έξαλλος εκ τρόμου, ηδυνήθην ν' αρθρώσω φωνήν, κ' έκραξα·Μη φοβάσαι!. . . δεν είναι τίποτε . . . δεν σου θέλω κακόν! Και εσκεπτόμην λίαν τεταραγμένος αν έπρεπε να ριφθώ εις την θάλασσαν, μάλλον διά να έλθω εις βοήθειαν της κόρης, ή να τρέξω και να φύγω . . . . Ήρκει η φωνή μου να της έδιδε μεγαλείτερον θάρρος ή όσον η παραμονή μου και το τρέξιμόν μου εις βοήθειαν.