United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ησθάνθη ότι αι κνήμαι του και κατόπιν η κεφαλή του καθίσταντο ψυχραί, ως πάγος, ότι η καρδία του έπαυε να πάλλη και φοβερά μυρμηκίασις διεχύθη εις την ράχιν του. — Σύρα! εχάθηκα . . . δεν γνωρίζω . . . αυτόν . . . αυτόν τον ανδρείον άνθρωπον. — Τω είπον ότι ήσο εδώ και ότι εκοιμάσο, αυθέντα, επανέλαβεν η νεάνις, και απήτησε να σε αφυπνίσω . . . — Ω! Θεοί! . . . . Θα σου κάμω! . . . .

— Ω διάβολε! χιλίων ειδών λόγια μου λες. Με είδες ή δεν με είδες; — Σε είδα... δεν σε είδα... είπε διστάζων ο Τρέκλας. — Με είδες, δεν με είδες; — Δεν σε είδα, είπε τέλος ο Τρέκλας. — Λοιπόν εκοιμάσο; — Τώρα ήλθα. — Πρωτήτερα έλεγες ότι εκοιμάσο. — Εκοιμώμουν, είπεν ο Τρέκλας. — Αλλ' αφού ήλθες τώρα, πώς γίνεται να εκοιμάσο; Ή μην ήλθες κοιμώμενος; — Ναι, αυτό είνε, είπεν ο Τρέκλας.

Εδίστασα. Κατ' αρχάς έκρινα συμφορώτερον να μην υπακούσω. Είτα μεταμεληθείσα εφρόντισα να κλείσω τα δύο θυρόφυλλα του θαλάμου, εν ώ εκοιμάσο, κόρη μου, μη θέλουσα να σε ίδη, όστις και αν ήτο, και ήνοιξα την έξω θύραν του προθαλάμου. Εισήλθεν άνθρωπος τις άγνωστος. Εξεπλάγην διά την ωχρότητα της μορφής του. Εφόρει δε αλλόκοτα ενδύματα. Εν τούτοις δεν εφοβήθην.

Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν.