United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ουδόλως αμφιβάλλομεν ότι πολλοί υπάρχουσι και σήμερον οι πρόθυμοι να θυσιάσωσιν υπέρ πατρίδος την ζωήν, ουχί όμως, νομίζομεν, και να διέλθωσιν αυτήν επί των ορέων, θεωρούντες ως άκρον άωτον της ανθρωπίνης ευδαιμονίας τα χρυσά όπλα, τα οπτά αρνία, τα αιμοσταγή λάφυρα ή την αποκοπήν της κεφαλής αθλίου τινός Αγά.

Εσύ λοιπόν για τόνομα των Νυμφών κ' εκείνου του Πάνα, αφού μπης στη λαγκάδα, σώσε μου τη χήνα· επειδή φοβάμαι μονάχη μου να μπω. Κ' ίσως να σκοτώσης και τον ίδιο τον αετό και να μη σας αρπάξη κ' εσάς πια πολλά αρνιά και κατσίκια· και το κοπάδι ως τότε θα το φυλάξη η Χλόη· τήνε γνωρίζουνε βέβαια τα γίδια, γιατί πάντα βόσκει μαζί σου.

Τελευταίοι έφθασαν οι ποιμένες άνευ των αμνάδων των, τας οποίας είχον αφήσει οπίσω εις τας μάνδρας, κομίσαντες μόνον δυο αρνία σφαγμένα. Έφθασαν σιγυρισμένοι, αλλαγμένοι, στολισμένοι όλοι των, με καθαρούς χιτώνας, κοντά βρακία και υψηλαίς βλαχόκαλτσαις, με πλατέα ζωνάρια κίτρινα, ξυραφισμένοι και με τους λινόχρους ή καστανούς μύστακας αγκιστροειδείς.

ΜΙΛΩΝ Δυστυχισμένε θεριστή, τέπαθες τώρα τώρα; Ούτε το δρόμο ακολουθείς, όπως και πριν, τον ίσο, ούτε θερίζεις πλάγι μας, μα μένεις πάντα πίσω, σαν πρόβατο που πλήγωσε το πόδι του έν' αγκάθι και μένει πίσω απ' τάλλα αρνιά και πίσω απ' το κοπάδι. Ποιος είσαι συ, κακόμοιρε, που 'μέρα μεσημέρι αρχινισμένο αυλάκι σου αθέριστο ταφήνεις;

Η Κορνηλία συχνά ενεθυμείτο τα έτη, άτινα διήλθε διάγουσα βίον χωρικής, βοσκούσα αρνία και τρώγουσα ως επί το πολύ βρασμένα χόρτα και ψωμί ξηρόν. Συχνάκις και μετά συγκινήσεως ενεθυμείτο επίσης το πόσον ηγάπησαν αυτήν γεροντικόν ζεύγος.

— Τ' έχουν τα χείλια σου, Ζαχιά, κ' είνε βαθιά βαμμένα; Μην έφαες χαμοκέρασα, μην έφαες βάτου μούρα, Μην τάβαψες με τη βαφή που βάφεις και τ' αρνιά σου: — Ουδ' από χαμοκέρασα, ουδ' από μούρα εβάψαν, Ουδ' από εκείνην τη βαφή που βάφω και τ' αρνιά μου. Ακούστε με, μωρέ παιδιά, να σας το μολογήσω.