United States or Martinique ? Vote for the TOP Country of the Week !


Νομίζω δε ότι δύναμαι να πράξω ταύτα μετά σου συνεννοούμενος. Εάν λοιπόν σου αρέση τι εκ τούτων, πέμπε προς την θάλασσαν άνδρα πιστόν, διά του οποίου να ανταποκρινώμεθα του λοιπού». Ταύτα έγραφεν η επιστολή.

Ώστε η ευσέβεια, ω Ευθύφρον, είνε κάποια τέχνη εμπορική και κερδοσκοπική εκμετάλλευσις αναμεταξύ θεών και ανθρώπων. Ευθύφρων. Μάλιστα· ένα είδος εμπορικής τέχνης είνε η ευσέβεια, αν σου αρέση καλύτερα έτσι να την ονομάζωμεν. Σωκράτης. Αλλ' όχι, ω Ευθύφρον. Εις εμέ τουλάχιστον τίποτε δεν αρέσει καλύτερα, αν δεν τύχη να είνε πράγματι αληθές.

Και εκείνος·Πρόσθετε τώρα, είπε, ό,τι σου αρέση, αφού μου ωμολόγησες πλέον ότι γνωρίζεις το παν. — Πραγματικώς, αφού δεν έχει καμμίαν σημασίαν το: &όσα γνωρίζω,& φαίνεται ότι γνωρίζω το παν. — ομολόγησες δε ακόμη, ότι και πάντοτε γνωρίζεις με το μέσον που γνωρίζεις, είτε όταν γνωρίζης κάτι τι είτε όπως αλλέως θέλεις να το πάρης· με φθάνει πως ωμολόγησες, ότι πάντοτε γνωρίζεις και συγχρόνως τα πάντα· είναι λοιπόν φανερόν ότι εγνώριζες και όταν ήσουν παιδί, και κατά την στιγμήν της γεννήσεώς σου, και κατά την στιγμήν της συλλήψεώς σου ακόμη, και πριν να γεννηθής ο ίδιος, και πριν να γίνη ο ουρανός και η γη, εγνώριζες τα πάντα, αφού πάντοτε γνωρίζεις, και μα τον Δία, και πάντοτε θα γνωρίζης τα πάντα, εάν το θέλω εγώ.

Κ' επειδή έφευγε πια το καλοκαίρι κ' έφτανε το χυνόπωρο, του ετοίμαζε την εξοχή ο Λάμωνας, ώστε να του αρέση σ' όλα άμα την έβλεπε· πάστρευε τις πηγές για νάχουν νερό καθαρό· έβγανε την κοπριά από την αυλή για να μη τον πειράξη βρωμώντας· σιγύριζε το περιβόλι για να φανή όμορφο.

Ο δε Δημοσθένης, διά να αρέση εις τους Μεσσηνίους, επείσθη νομίσας μάλιστα ότι και άνευ της δυνάμεως των Αθηναίων θα ηδύνατο μετά των ηπειρωτικών συμμάχων και μετά των Αιτωλών να επιτεθή κατά των Βοιωτών διά ξηράς.

ΑΛΟΝΖ. Τούτα δεν είναι πράμματα φυσικά· περισσεύουν πάντα στο παραδοξότερο. Λέγε, πώς ήρθες εδώ; ΠΛΩΡ. Αν επίστευα πως είμαι αλήθεια έξυπνος, θα επάσχιζα να σου το διηγηθώ. Σε μία στιγμή, αν σ' αρέση, ωσάν στα ονείρατα, μας εχώρισαν από τους άλλους, και μας εκουβάλησαν εδώ με τούτα μας τα ξαφνισμένα μούτρα. Επήγε καλά έτσι; Λαβαίνεις την ελευθεριά σου.

Αυτή βλέποντας το μελαγχολικόν του πρόσωπον, και συγχυσμένον, που σχεδόν δεν ημπορούσε να προφέρη ένα λόγον, του λέγει· από τι προέρχεται η σύγχυσίς σου που σε κυριεύει και η μελαγχολία που φαίνεται εις τους οφθαλμούς σου; μήπως και είσαι βαρεμένος εις το να ευρίσκεσαι εις την συντροφιά μας με το να μη σου αρέση.

Αλλά πρέπει και γενναιότητα να έχω και να σου είπω να θάψης το σώμα μου και να το θάψης όπως σου αρέση καλύτερα και όπως νομίσης ότι ήθελεν είναι περισσότερον σύμφωνον με τους νόμους.

Ειμπορεί να του αρέση να μη κοιμάται, είπε τρίτος τις. — Δεν θέλομεν θορύβους, είπεν ο πρώτος των ανδρών. — Τι είνε, πατέρα; τι τρέχει; ηρώτησεν η φωνή του Μάχτου. Ο Πρωτόγυφτος δεν απήντησε. — Ιδού σ' ερωτά, είπεν είς των ξένων. — Ο υιός σου είνε; ηρώτησεν άλλος. — Θα βλέπη όνειρα, παρετήρησεν ο Πρωτόγυφτος. — Λοιπόν τότε; είπεν ο πρώτος ομιλήσας, όστις εφαίνετο σοβαρώτερος πάντων.