United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κόρη, και μέσ' 'ςτόν ύπνο σας, μέσ' 'ς ταγκαλιάσματά σας Και μέσ' 'ς τα χάιδιατα φιλιά, θαρθώ να τον παλέψω, Κι' αν τον νικήσω, ξέρε το, δική μου θα να γένης. Τ' έεις, ωρέ Νίκα, και βογγάς; Δώδεκα νύχτες τώρα Ουδ' έχεις εύρει λαρωμό, ουδ' έχεις κλείσει μάτι. Μη σου βαρούν τα βότανα; Μη σ' άναψεν η θέρμη; Ο Νίκας ήταν άρρωστος. Αμίλητος, χαμένος, Βόγγαε σαν αγριοδάμαλο του λόγγου λαβωμένο.

Πως δίχως ύπνο τριγυρνάςτα λόγγο, όλην την νύχτα, Και το ταχύ που βγαίνει αυτός τον καρτεράςτη βρύση Κι' όπ' είν' ανθοί και αμαλαγιές και πέφτεις και κυλιέσαι Σαν την αρνάδατες δροσιές και δίνεις το κορμί σου Κι' ανοίγεις και την αγκαλιάτα χάιδιατα φιλιά του. Μα εγώ το σκάνιο δε φτουρώ. Καρτέρι θα να κάμω.

Αγκάλιασα το λοιπόν την κυρά με αυθάδειαν, μα αντίς αυτή να μου ανταποκριθή εις τα χάιδια μου, εφώναξε μεγάλως και με οργήν με άμπωξε, και εν τω άμα βλέπω να φανερωθούν εκεί δέκα ή δώδεκα γυναίκες, οι οποίες έστεκαν κρυμμένες διά να ακούσουν τι ελέγαμεν.

Όταν μάγγιζαν, όταν μεθώπευαν τα χέρια της ή με φιλούσαν τα χείλη της, χυνότανε στις φλέβες μου ένα πραϋντικό φίλτρο, πούλυωνε κέδιωχνε κάθε πόνο. Και πολλάκις θάθελα να κοιμηθώ κάτω από τα χάιδιά της, σεκείνη τη γλυκειά κιάλυπη κατάσταση, και να μη ξυπνήσω ποτέ. Πολλές φορές πραγματικώς κοιμήθηκα με τέτοια ευτυχία πάνω στα γόνατά της, όταν το βράδυ ερχότανε σπίτι μας γι' αποσπερίδα.

Αλλ' ο Κύριος Παρδαλός σύρει ανένδοτος τον υιόν του από του ωτίου, και μετ' ολίγον επιστρέφει θριαμβευτικώς, αφού ήδη εφυλάκισεν αυτόν. — Σ' ελέρωσε το παληόπαιδο; λέγει προς την σύζυγόν του· βλέπεις; αυτά κάμνουν τα χάιδια. Δεν τους τιμωρείς ποτέ, και δι' αυτό κατήντησαν έτσι. — Και συ, ανόητε! προσθέτει μετά μικρόν, αποτεινόμενος εις τον σπογγιζόμενον έτι Γιαννάκην, τι ήθελες να τον περιπαίξης;

Πόσην χαράν μου επροξένησεν οπόταν εκατάλαβα την κλίσιν της αγαπημένης μου και από την αγαλλίασίν μου δεν ήξευρα τι χάιδια να της κάμω. Εις τούτο το αναμεταξύ ο Μουφάκ έκαμε κάθε ετοιμασίαν διά να εορτάση εκείνην την νύκτα τους γάμους, εις τους οποίους εκάλεσεν όλους τους συγγενείς του, και εχάρηκαν μεγάλως με χορούς, με λαλήματα και παιγνίδια διάφορα.

Αυτή αγροικώντας πως αυτός ήλθεν εις το κρεββάτι, εσυγχίσθηκεν εις το να ιδή πως ευρίσκεται υπόχρεη να υποφέρη τα χάιδια ενός που του έκρυβε το πρόσωπόν της· και μάλιστα ηξεύροντας ότι διά τέτοιες τάξες δεν έπαιρναν άλλους, παρά ανθρώπους γέροντας ή κακορίζικους.

Η Αροούγια βλέποντάς τον τόν εδέχθη με μεγάλην υποδεξίωσιν, και με πλαστήν αγαλλίασιν και αφού του έκαμε διάφορα χάιδια και ευγένειες όλες πλαστές τον επαρακάλεσε διά να καθίση εις το τραπέζι διά να δειπνήσουν.

Αφού τον εξαναβεβαίωσα πως θέλω τον έχει πάντα εις το σκέπος μου, και ωμιλήσαμεν και καμπόσον διά την φθοράν του στρατεύματος του Κασέμ, ετραβήχθη διά να μας αφήση εις ελευθερίαν με την Σχυρίναν· η οποία και αυτή δεν έλειψε που να δείξη μεγάλες ευχαρίστησες· και μου το εβεβαίωσε με χίλια χάιδια που με έκαμεν· και ούτως έστεκα όλως αφιερωμένος εις αγαλλίασιν με αυτήν.

Οπού σε τρύπα λογιαστή, ζωγραφιστή καμάρα, 85 Βασιλικά μ' ανάστησε μ' αγάπη και λαχτάρα, Σε χάιδια και σ' ανάπαψες, σε χίλια διο παιγνίδια Και μ' έθρεψε με κάστανα, με σύκα, με καρύδια· Και με λογής λογιών γλυκά, που ο νους σου δε χωράει, Γιατί δεν τα ίδες πουθενά, ποτέ δεν τα 'χεις φάη. 90 Πώς είναι τώρα δυνατό να φιλιοθούμε αντάμα, Οπού δεν έχομε όμιασι μηδέ καν σ' ένα πράμμα.