United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λες και τάγριο το κορφοβούνι της Ίδας κοιτάζει με μάτια νυσταγμένα μύριες Νύφες και Βοσκοπούλες που χορεύουνε κάτω, μέσα στους λόγγους. Θαρρείς πως τις ακούς τις φλογέρες και παίζουν! Θλιβερή απάτη της φαντασίας! Τους λόγγους εκείνους τους σαβανώνει σκοτάδι αμίλητο και βαθύ. Στρέψε κατά την αντικρινή τη μεριά, κατά τα όρη που αραδιασμένα λες και πλαγιάζουν απάνω στα ήμερα κύματα.

Και ρίχνοντας την πρώτη φτυαριά το χώμα έλεγε γελώντας ο νεκροθάφτης: «Μια φορά κ' έναν καιρό ήτανε ένα αγαπημένο αντρόγυνο....» Την ώρα που λιγοθυμάει το φως πάνω στα νυσταγμένα τα λουλούδια και στα κοιμισμένα τα νερά, βγαίνει από το παλάτι της η Πεντάμορφη.

Για πού νάχη βάλει ρότα τούτο το πλεούμενο; είπε ο βαρκάρης στο μούτσο του, γυρίζοντας κατά το μπροστινό κουπί, που έλαμνε νυσταγμένα και ανόρεχτα το παιδί, και σιάρισε το δικό του, για να γυρίση τη βάρκα κατά το κουφάρι, που έπλεε τώρα τρεις-τέσσαρες οργυιές ζερβιά τους. — Ποιο πλεούμενο; είπε το παιδί, που δεν έβλεπε τίποτε μπροστά του. Και κράτησε το κουπί για να κυττάξη καλύτερα.

Ξαναδένει στο μεσάλι ό,τι απόμεινε, και τηράει πάλε γύρω με μάτια σα νυσταγμένα, ορθάνοιχτα όμως και γαλήνη γεμάτα· θάλασσα σωστή, όσο θέλεις βαθειά, μα αυτή την ώρα ατάραγη κι ακυμάτιστη. Δε βλέπει ψυχή πουθενά! Της ήρθε όρεξη να πλαγιάση απάνω σε μερικά κιτρινόφυλλα που θάρρειες πρόλαβαν και πέσανε, να της δώσουνε στρώμα πιο ταιριαστό.

Και τραγουδεί η Πεντάμορφη μέσα στον ύπνο της: «Όποιος μπορεί να περάση απ' τα μεγάλα κρύσταλλα του παραθυριού και να χυθή και να μ' αγκαλιάση σαν το φως του γαλαξία, αυτός είναι δικός μου». Την ώρα που λιγοθυμάει το φως στα νυσταγμένα τα λουλούδια, ήλθε ο μάγος, ο λεβέντης και φίλησε την Πεντάμορφη.

Κάτωτον Μαραθόκαμπο, που ολονυχτής θερίζουν, Κάποιος λεβέντης θεριστής ψηλό τραγούδι λέγει Κι' ως το ξημέρωμα ξυπνόν βαστάει όλον τον κάμπο· Βαστάει κ' εμένα ξύπνηγη την ποθοπλανταγμένην Δέκα βραδιές ολόβολεςτα παραθύρια απάνου, Κι' απ' τον ήχο του τραγουδιού κι' απ' την γλυκειά φωνή του Τα νυσταγμένα μάτια μου τον ύπνο δεν τον θέλουν.

Βουνά του νησιού, γελαστά και χαριτωμένα. Λες κ' η φύση τα χαδεύει, κι αυτά ραχατεύουν. Νυσταγμένα κι αυτά, ξέννοιαστα και βαριά. Μήτ' ένας στεναγμός δεν ταράζει τον ύπνο τους! Χύνε το φως σου, φεγγάρι μου, μέσα στο μαγευτικό αυτό κοιμητήριο! Ας κοιμούνται οι άλλοι. Σώνει που σε θωρούν και σε καμαρώνουνε τρεις. Οι δυο μας, κ' ένας Θεός. Συνηθισμένο είσαι από τέτοια άδοξη δόξα.

Τα παράθυρα, οι πόρτες του ανοιγοκλείουν βιαστικά, κοιμισμένα κεφάλια, νυσταγμένα σώματα βγαίνουν. Ο καμπουριασμένος σταθμάρχης με το μικρό φαναράκι του στα χέρια και τη σφυρίχτρα του στα χείλη πάει κ' έρχεται.. Η φωνή του τόρα ακούεται βραχνή: — Στις θέσεις σας, κύριοι!.....