United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τι ήτανε πάλε το κακό που σ' ευρήκε, Νικόλα παιδί μου: Σε καίγετ' η καρδιά μουΜε πήρε στην μπάντα. «Να σου κάνω καμμιά ευκολία, Νικόλα παιδί μου. Από το ψωμί των παιδιών μου να κόψω, να σου δώσω. Άνθρωποι είμαστε. Αν δε βοηθήση ο ένας τον άλλον, αλλοίμονοΕίπα κ' εγώ: ψυχοπονιάρης ο καϋμένος ο γέρος· φιλάργυρος, μα ψυχοπονιάρης! Εκεινού το μάτι του δούλευε.

Ο πηδαλιούχος επιδέξιος τιμονιέρης, ακίνητος ως άγαλμα έως τότε, συγκρατών το πηδάλιον εις την θέσιν του, πάραυτα εκινήθη προς την διαταγήν. Έλαβε ζωήν εμψυχωθείς κ' έστρεψε τον κύκλον του πηδαλίου ταχέως, γύρους πολλούς, πολλούς ώστε να έλθη «το τιμόνι ς' την μπάντα». Εν τω άμα ο δρόμος ανεκόπη.

Ένας κούρκος φούσκωνε και γουργούλιζε απάνω στο χωματένιο ψήλωμα το χλοϊσμένο που πάει μαζί με το δρόμο, απ’ τη μια .μπάντα, ίσαμε τη γέφυρα του Ιλισσού: από τις γαλάζιες βραχόπετρες της Καλλιρρόης ακούγονταν καθαρά οι κόπανοι των γυναικών που’πλεναν. . . Κάτι κατσίκες έβοσκαν στα χόρτα του ψηλώματος πούχανε γεμίσει πάλι καινούργια λουλουδάκια. . . Μες τη μέση του δρόμου ένας κόκκορας με τις κόττες του σκαλίζανε μες τις φρεσκοπεσμένες καβαλλίνες κι ο κόκκορας έκανε κακκαρίσματα ντελαλητά για το κάθε κριθαράκι που τους εύρισκε, φωνάζοντας τις ναρθούνε να το τσιμπήσουν. . . Απέξω από ‘να μπακάλικο ήτανε βγαλμένα κάτι σιδερένια τραπέζια και καρέκλες κ' ένας-δυο ήταν καθισμένοι κ' έπιναν. Πάμε να πιούμ' ένα κρασάκι έτσι στο ποδάρι; φώναξε ο Περικλής ο χοντρέλης-τώρα βγήκε το καινούργιο κρασί κι αυτός εδώ παίρνει τις καλύτερες μουστιές, γιατί σου λέει πριν να πας στον άλλον κόσμο, τσούξε και μια γουλιά της προκοπής!... Γέλασαν όλοι με ταστείο του χωρατατζή του Περικλή και κανείς δεν είπε όχι και μπήκαν όλη η συντροφιά στο μαγαζί κ’ ήπιαν από 'να κρασάκι.

Ο κακομοίρης ήλθε κ' εκέρωσεν αμέσως. Τα κύματα μας άρπαξαν πλεια την σκούνα από τα χέρια μας. Η θάλασσα την έκαμε ξέρα κ' έμπαινε κ' έβγαινεν ελεύθερα. Ύστερ' από τα τόσα τινάγματα, που έτριξαν τα παΐδια της, η σκούνα έγειρε με την μια μπάντα. Τότες πλεια όλοι τα χρειασθήκαμε. Σπάζει η ράντα της μπούμας, κάτω η γάμπιες κουρέλια.

Αν δε μας φάη η θαλασσα τούτη τη φορά, θα μας φάη το στρώμα», είπε από μέσα του... Παναγιά, βόηθα! Ένα κύμα θεόρατο στυλώθηκε μπροστά σα βουνό κ' έκρυψε τον ουρανό. Η ψυχή στα δόντια ολονών. Η «Αθηνά» πετάχτηκε σαν καρυδόφλουδο στα μισούρανα, έγυρε με τα πανιά γεμάτα κ' επλάγιασε με την μπάντα. Και ύστερα βουτιά. Μα τι βουτιά, Παναγία μου! Καταπιόνας άνοιξε η θάλασσα να την ρουφήξη.

Ο Ρένας έχασεν από μπροστά του το χαρτί και σταμάτησε τα μάτια του στα σκαλοπάτια, που είχανε περάσει και είχανε χαθεί οι κνήμες, αμίλητος παραλογισμένος. Κάποιο απόγευμα η μεγάλη μπάντα του καραβιού άρχισε να παίζει πίσω στην πρύμη. Ο κυβερνήτης έδινε τσάι στους αξιωματικούς ενός ξένου θωρηκτού, που βρισκόταν αραγμένο εκεί.

Στα πόστα σας! προστάζει με άγρια φωνή. Βάλε το τιμόνι στη μπάντα! — Άλα, μόλα γάμπια!... Μπούκα τουρκέτο!... Τρέχουν οι ναύτες θεότρελοι απάνωκάτω· χαρά λάμπει στα μάτια τους! αστραπή τα χέρια εκτελούν τα προστάγματα. Άλλοι στα μπράτσα, άλλοι στις σκότες, άλλοι στα στράλια. Το βάρυπνο ξύλο εξύπνησεν ευθύς ψυχωμένη και αράθυμη Γοργόνα.