United States or Zambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και το πλατύχωρο του τόπου, η λαμπρότη κ' η μεγαλοπρέπεια των χαλασμάτων ύστερ' από τόσες χιλιάδες χρόνια αφ' όντας χτίσθηκαν, τα στολίδια κ' η μονέδες οπού ξεθάφτονται, κ' η θέση αυτή τους ακόμα κοντά στη λίμνη κι απάνω σε βουνό, μες τη μέση της χώρας των Μολοσσών και κατάστρατα του δερβενιού που φέρνει από την Ήπειρο στη Θεσσαλία, δείχνουν πως, μια βολά, μεγάλη και περίφημη πολιτεία ηπειρωτική ακούονταν εδώ δα, που ποιος ξέρει πότε θα να φανερωθούν τάχα το όνομά της κ' η ιστορία της.

Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο, του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του.

Δεν περπάταγε γλήγορα τ' άλογό του και κοντεύαμε να νυχτώσουμε κατάστρατα. «Βάρτο του λέω, αυτό το παλιάλογο γιατί μας πήρε η νύχτα». Αυτός θύμωσε γιατί να του πω παλιάλογο το ψώφιο του κι αρχινάει να με βρίζη. «Μη βρίζης, αγά, του κάνω, γιατί δε σου είπα και κάνα βαρύ λόγο». Εκείνος τίποτα, δε σταμάταε τα βρισίδια του.

Πόσας φοράς δι' απλήν διασκέδασιν, τα εκυνήγα με τ' άλλα βλαχόπουλα μαζί και τα κατέκοπτε μ' ένα κτύπημα της αγκλίτσας της! Πόσας φοράς τον χειμώνα, εύρισκε κατάστρατα της δενδρογαλιαίς και τους αστρίτες, ακινήτους εκ του πολλού ψύχους κ' έθετεν αυτούς εις τον κόλπον της να τους θερμάνη, αφροντιστούσα διά τα δήγματά των.

Εγέμιζε κλάψες και θρηνωδίες γύρω τον αέρα, που σπάραζαν την καρδιά κ' εσήκωναν την τρίχα. Ένα, ένα τάλλα τα βόιδα διάβαιναν τόρα το στενό. Πάτησαν τη θηλιά κατάστρατα απλωμένη, κ' εξεστράτισαν μες τις ελιές, λαφιασμένα στο μακελιό περίγυρα. Ο Λιάρος απόμεινε ολομόναχος, σκλαβωμένος. Ήρθε κ' η αράδα του!

Όταν, τα βάσανα του κόσμου, ανεμοζάλη, Κατάστρατα τον άνθρωπο χτυπάει και παραδέρη, Πόση, θρησκεία, 'σάνεσέ το λογισμό του φέρη, 'Βρίσκει γλυκειά παρηγοριάτην ιδική σου αγκάλη! Πόσαις φοραίς το χέρι σου, που λίβανα μυρίζει, Τα πικραμένα δάκρυα μας 'σάν μάνα τα σφογγίζει! Και τα γλυκά τα λόγια σου και τα ζεστά φιλιά σου Πώς μας κοιμίζουνε γλυκάτη μητρική αγκαλιά σου!

Τραγουδούσαν οι άλλοι οι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε, χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά.

Να ξανασάνη η αργατειά, κι' η ώμορφαις θερίστραις Να βγάλουν τα μαντήλια τους να δείξουν τοις θωριαίς τους, Να ταις γνωρίσω από μακρυά, να ιδώ πού νάναι η Πούλια Η Πούλια η αγάπη μου με τα γλυκά τα μάτια· Να καρτερέσω ολημερίς, ως που να πάρ' η νύχτα, Να πάητην βρύσι για νερό, 'ς την αργατειά να φέρη, Να την ευρώ κατάστρατα να την γλυκοφιλήσω, Και να της 'πω τον πόνο μου, τον πόνο της καρδιάς μου.

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.

Και μοναχή της να ταξίδευε με τον αγωγιάτη, δεν εκιντύνευε ποτέ. Μα για κάθε κακό ένας δικός της την είχε παραδώκει στην προστασία και στην ευθύνη του νιου τ' αντρόγυνου. Το βράδυ κονέψαμε σ' ένα μοναστήρι παλιό και μεγάλο, κατάστρατα, στην ερημιά. Όσο να φτάκουμ' εδώ, όλο τον κάμπο, που διαβήκαμε, τον εσήκωσα με τα σωστά στο πόδι εγώ με τα τραγούδια και με τα εύθυμα λόγια μου.