United States or Czechia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επέταξαν υψηλά υψηλά! Το δε άσχημον παπί ησθάνετο κάτι παράδοξον αίσθημα ενώ τους έβλεπε να πετούν. Εστρεφογύριζεν εις το νερόν ωσάν τροχός, ετέντωνε τον λαιμόν του διά να βλέπη τους κύκνους, και έξαφνα επέταξε μίαν τόσον μεγάλην και περίεργην φωνήν, ώστε ετρόμαξε το ίδιον.

Ησθάνετο ακόμη την δύναμιν και τον πόθον να τρέξη πάλιν εις τον βρασμόν της μάχης, ν' αναμιχθή εις την θύελλαν αυτής, να χορτάση ο οφθαλμός από εχθρικόν φόνον, να βραχή το σώμα με αίματα και με δάκρυα!. . . Αλλά το σώμα ήτο βαρύ ως το χώμα και δεν υπήκουε πλέον. Επέταξαν τα έτη ότε ησθάνετο πτερά εις τους πόδας και τον παρέβαλλον με τον αετόν οι σύντροφοι του.

Και αι πάπιαι το εδάγκαναν, και αι όρνιθες το εκτυπούσαν· η δε κοπέλα, η οποία έτρεφε τα πουλιά, το έσπρωχνε και αυτή με το ποδάρι της. Απηλπισμένον το κακόμοιρον εχώθη εις τον φράκτην, διά να φύγη έξω. Τα μικρά πουλάκια, τα οποία εκάθηντο εις τα κλωνάρια του φράκτου, ετρόμαξαν και επέταξαν.

Και αν δεν ήσαν δικά του δεν έπρεπε όμως να ήνε και κανενός άλλου. Ημπορούσε να πετάξη και τη ζωή ακόμη αν του υποστήριζες πως έχουν ζωή και μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στην τέχνη του. Απελπισία μ' έπιασε. Επέταξεν η όρεξι για τη δουλειά, επέταξαν και τα όνειρα. Ο αιθεροπλανημένος αετός έχασε τα φτερά του κ' έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη.

Και λοιπόν αυταί αι μεγάλαι ελπίδες, καθώς φαίνεται, επέταξαν τότε ταχέως, εκτός, καθώς είπαμεν προ ολίγου, εκείνου του μικρού μέρους εις τον ιδικόν σας τόπον. Και αυτό δε ακόμη δεν έπαυσε ποτέ μέχρι σήμερον να έχη πολέμους προς τα άλλα δύο μέρη. Άλλως όμως, εάν επραγματοποιείτο το σχέδιον εκείνο και ήσαν σύμφωνοι εις μίαν γνώμην, θα έδιδε δύναμιν ακαταμάχητον διά τον πόλεμον. Πώς όχι;

Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαντο σιάδι• και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, 18δ εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι• εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαντο υπέρλαμπρον αμάξι, 190 τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο• τότ' είπεν ο Τηλέμαχος• «Γλυκέ μου Νεστορίδη, να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; 195 μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας η αγάπη των πατέρων μας• μας δέν' η ομηλικία, και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με εδώ, μήπωςτο σπίτι του ο γέρος με κρατήση 200 να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω».

Εκεί μας είδον οι μισθοφόροι του Φαέθοντος Νεφελοκένταυροι και επέταξαν εις το πλοίον μας• αλλά μαθόντες ότι ήμεθα φίλοι ανεχώρησαν. Είχον δε ήδη φύγει και οι Ιππόγυποι. Αφού εταξειδεύσαμεν επί μίαν νύκτα και μίαν ημέραν, έχοντες πρώραν προς την Γην, εφθάσαμεν εις την Λυχνόπολιν. Κείται δε η πόλις αύτη εις το μεταξύ των Πλειάδων και των Υάδων διάστημα, αλλά πολύ χαμηλότερα του Ζωδιακού.

Αυτά 'πε• κείνοι υπάκουσαν αμέσωςτην φωνή του• κ' ευθύς τα ογλήγορ' άλογατην άμαξαν εζέψαν• τους έβαλε η κελλάρισσα άρτο, κρασί και ακόμη προσφάγια, αυτά 'που 'ναι τροφή των θείων βασιλέων. 480την άμαξα ο Τηλέμαχος ανέβη, την ωραία, 'ς το πλάγι του ο Πεισίστρατος, ο άξιος πολεμάρχος, ανέβη, καιτα χέρια του τα χαλινάρια πήρε, κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην πεδιάδα, και άφησαν την υψηλή την Πύλο. 485 και ολήμερ' έσειαν τον ζυγότο να και ς' τ' άλλο πλάγι. και ο ήλιος εβασίλευσε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, καιταις Φηραίς εστάθηκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, 'που του Ορσιλόχου ήταν υιός και τ' Αλφειού εγγόνι• εκεί ξενύκτισαν, και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. 490

Κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη• έζεψαν και ως ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι, τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν αφήκαν• κ' ευθύς τ' άλογα εμάστιξε, 'που πρόθυμα επετάξαντην σιτοφόρα ως έφθασαν πεδιάδα, έκοβαν δρόμο 495 με τόση τα γοργ' άλογα ορμήν αυτούς επαίρναν. και ο ήλιος εβασίλευσε, και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι. Ραψωδία Δ

Τωόντι τινές τα επέταξαν εις τον βράχον, όπου αι όρνιθες εύρον την χαράν των, καταβροχθίζουσαι λαιμάργως τους τεφρόχρους εκείνους σκώληκας μεγάλους και μαλακούς ως βούκας ζύμης. Η Γερακούλα ευτυχώς κατώρθωσε να εξοικονομή φύλλα κατά τας δεινάς εκείνας ημέρας.