United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


«Είσθ' άσπλαχν', είσθε βάσκανοι, θεοί, σαν κανείς άλλος, 'που με θνητούςτο φανερό θεαίς να συγκοιμώνται φθονείτε, αν κάμη ομόκλινον καμμιά τον ποθητόν της. 120 όμοια της ροδοδάκτυλης Ηώς τον διαλεκτόν της Ωρίωνα εφθονέσετε, εσείς οι ευτυχισμένοι, ως 'που η χρυσόθρονη Άρτεμις, η αγνή, 'ς την Ορτυγία, κτύπησε αυτόν κ' εφόνευσε με τα λεπτά της βέλη. όμοια, την καλοπλέξουδη την Δήμητραν ο πόθος 125 ότ' έφερετην αγκαλιά να πέση του Ιασίου, μες τον τριόργωτον αγρό, το 'μάθ' ευθύς ο Δίας, άστραψε κ' εθανάτωσεν αυτόν μ' αστροπελέκι. κ' εμέ, θεοί, φθονείτε σεις, 'πώχω θνητόν κοντά μου άνδρα• κ' εγώ τον έσωσα, 'που μόνος την καρίνα 130 έσφιγγε με τα σκέλη του, και του 'χε το καράβι σχίσειτα μαύρα πέλαγα με κεραυνόν ο Δίας, και οι λαμπροί του σύντροφοι τότ' όλοι, αφανισθήκαν, κ' εδώ 'φεραν ο άνεμος εκείνον και το κύμα. και τούτον εγώ ξένιζα, κ' έτρεφα, κ' είχα γνώμη 135 αθάνατον και αγέραστον αυτόν να καταστήσω. αλλ' αν δεν ξέφυγε ποτέ κανείς των αθανάτων, ουδ' εματαίωσε τον νου τ' αιγιδοφόρου Δία, αφού κείνος προστάζει το, ο άμοιρος ας πάη μες τ' άγρια πέλαγα• αλλ' εγώ δεν θα τον προβοδήσω• 140 ότι καράβια δεν έχω, δεν έχω ουδέ συντρόφους, 'που να τον φέρουντα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης, αλλά με γνώμην πρόθυμην εγώ θα τον διδάξω το πώς να φθάση απείρακτος εις την γλυκειά πατρίδα».

Αυτά 'πα και μου απάντησεν η σεβαστή μητέρα• 180 «και με πολλήν υπομονήτα μέγαρα σου ακόμη εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, τα ημερονύκτια δαπανάτα κλάυματα η θλιμμένη. ούτε την εξουσία σου κανείς σου πήρε ως τώρα, αλλ' ήσυχα ο Τηλέμαχος έχει τα κλείσματά σου, 185 και εις τα συμπόσια τον τιμούν ως εις κριτήν αρμόζει, ότι καθένας τον καλεί• και ο γέρος σου ο πατέρας εις τον αγρό του κατοικεί, και ούτ' έρχεταιτην πόλι, ούτ' έχει κλίναις με λαμπρά παπλώματα στρωμέναις• πλην τον χειμώνα σπίτι του κοιμάτ' όπου και οι δούλοι, 190την στάκτη, 'ς την γωνιά σιμά, κ' είναι κακενδυμένος• και άμ' έλθη ο θέρος και ο καλός καιρός του φθινοπώρου, 'ς το κάρπιμο κηπάρι του παντού τ' αμπελωμένο χαμηλαίς κλίναις έχει αυτός τα πεσημένα φύλλα• κείτεται αυτού και αδημονεί ποθώντας να γυρίσης, 195 κ' ενώ πληθαίνει ο πόνος του τα γέρα τον πλακόνουν. ότι απαράλλακτος καϋμός κ' εμ' έφερετον τάφο• ούτε η καλότοξη θεά μ' ηύρετα δώματά μου και μ' έσβυσεν, η Άρτεμις, με τα λεπτά της βέλη• αλλ' ούτε αρρώστια μ' εύρηκεν απ' όσαις καταλύουν 200 με μαρασμόν ελεεινό την ζήσι των ανθρώπων• αλλ' ο καϋμός σου, η φρόνησι, του ήθους σου η γλυκάδα, αυτά μου εκόψαν την ζωή, λαμπρότατε Οδυσσέα».

Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους• και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, 'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, 325 και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρατου Κλυτίου• κήρυκα στείλαν έπειτατο δώρα του Οδυσσέα, το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, ότ' είναι ο υιός τηςτον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει 330την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. 335 καιτο παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, ο κήρυκας, ανάμεσαταις δούλαις είπεν• «ήλθε, βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει• και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε 340 και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων.