United States or Iceland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η αγάπη σε μια ώρα εφύτρωσε μέσα μου κ' ερρίζιασε σαν τον κισσό, που πιάνει κάθε κούφωμα και κάθε χαραμάδα και πρασινίζει και ανθοστολίζει αξεκόλλητα τους τοίχους του ερμόσπιτου! Την είχα εμπρός μου και ομορφιές της εύρισκα. Εμοσχοβολούσεν ο αέρας περίγυρά της· μουσική ουράνια ήταν η φωνή της· εγελούσε και οι άγριοι κάμποι άνθιζαν κ' επεντοβολούσαν.

ΜΕΝ. Όχι για κακό, Τειρεσία• λοιπόν 'πες μου, αν δεν σ' εμποδίζη τίποτε. ΤΕΙΡ. Δεν ήμουν μεν στείρα, αλλά και δεν εγέννησα. ΜΕΝ. Καλά, αλλά ήθελα να μάθω αν είχες και μήτραν. ΤΕΙΡ. Είχα, πώς όχι; ΜΕΝ. Λοιπόν με τον καιρόν σου εξηφανίσθη η μήτρα και το γυναικείον όργανον εφράχθη και οι μαστοί απεσπάσθησαν και το ανδρικόν όργανον εφύτρωσε και έβγαλες γένεια, ή διά μιας από γυναίκα έγεινες άνδρας;

Αργότερα ό,τι στην αρχή δεν ήταν παρά έν' απλό φυσικό ένστικτον υψώθηκε σε αυτοσυνείδητη επιστήμη. Καλοδουλεμμένοι κανόνες συνταχθήκαν για οδηγία του ανθρωπίνου γένους και μια σπουδαία φιλολογική σχολή εφύτρωσε γύρω σ' αυτό το θέμα.

Αλλ' εις το περιβόλι της ευτυχίας μου εφύτρωσε κένα φαρμακερό αγκάθι, που το λένε ζήλια. Και το πρώτο του κέντημα τώνιωσα μια μέρα πάκουσα να λεν οι γυναίκες πως ο Γιάννης του Ραφτογιώργη, ένα ώμορφο και γερό παλληκάρι είκοσι χρονών, αγαπούσε το Βαγγελιό και θα τη ζητούσε. Έπαιζα εκεί κοντά κιόταν άκουσα την ομιλία πετάχτηκα. — Και το Βαγγελιό αγαπά τονε;

Δε μου λες πού τονε βρήκες το βασιλικό απούχες στ' αυτί σου; στον ποταμό τον ήκοψες γή στο πηλοφόρι εφύτρωσε; Έλα δα να δειπνήσωμε κύστερα θα σου δείξω 'γώ πόσ' απίδια βάνει ο σάκκος. Αλλ' η οργή του εξατμίσθη ολίγον κατ' ολίγον και εσβέσθη κατά μέγα μέρος εις τον οίνον με τον οποίον κατέβρεξε το δείπνον του.

Άξαφνα βλέπει το φεγγάρι να βγαίνη σα δρεπάνι ολοκαίνουργο από τα στήθια του Σέχη και να χώνεται μ' ορμή στα δικά του. Ο πόθος του δροσίστηκε πάραυτα. Και μ' εκείνη τη δροσιά ένα δέντρο εφύτρωσε. Έβγαλε φύλλα, έβγαλε κλαδιά και παρακλάδια, σκέπασε σαν ουρανός κάμπους και θάλασσες, χώρες και χωριά, βουνά και ποτάμια.

Από τότε που η λεύκα με την ανθρώπινη ψυχή εφύτρωσε μονάχη και ξεχωριστή σ' ένα ψήλωμα της ρεματιάς, από τότελέει το παλαιό παραμύθι — η χαρά χάθηκε από τις όχθες του ποταμού. Τα δένδρα μαράζωσαν γύρω της, από ένα πόνον που δεν τον είχανε γνωρίσει ποτέ τους.

ΚΡΕΟΥΣΑ Σου είχα βάλη στέφανο από ελιάς κλωνάρι, της πρώτης που εφύτρωσε στης Αθηνάς το βράχο, που αν υπάρχη μέσα εκεί, θα πρασινίζη ακόμα, γιατ' είν' από αθάνατης εληάς κορμό κομμένος. Αγαπημένη μάννα μου, με τι χαρά σε βλέπω! το αγαπητό σου πρόσωπο με τι χαρά φιλώ!

Κι' απ' όλα αυτά τα ονείρατα κι' από τους πόθους όλους Εφύτρωσε έναν Αύγουστο, σαν παραδείσου κρίνος, Που εγιόμωσε όλαις ταις καρδιαίς απ' τη μοσχοβολιά του. Την είδε ο ήλιος την αυγή που πρόβαλλε, 'ςτήν πλάση Κ' έσκυψε και την φίλησε κι' απ' το φιλί του εκείνο Έβαψαν τα μαλλάκια της χρυσά, γιομάτα λάμψι.