United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα στη στενή καμαρούλα, γεμάτη από γυναίκες και παιδιά, με τον χτυπημένο απ' τη μια μεριά, με τη λιγοθυμισμένη αποκεί, ένα σάστισμα είχε χυθή ολόγυρα, με ξεφωνητά, τρεξίματα κι' αντάρα. — Δε στώλεγα εγώ, Γιώργη μου, ξαναείπε ο Βαγγέλης πασχίζοντας να ξεκουμπώση τον χτυπημένο. Στη σπετσαρία έπρεπε να σε πάμε.

Και εσχεδίαζε μέσα εις της οκάδες του Περιστεράκη το πώς θα πη τον πόνον του εις τον πατέρα. Και εξημερόνετο. Την αυγή πάντοτε ήρχετο, σιγά σιγά, σαν βρεγμένη γάτα, να κοιμηθή. Μεθυσμένος. Σαστισμένος. Διπλήν μέθην, διπλούν σάστισμα. Του έρωτος και του οίνου. Τέλος μετά πολλά λέγει προς τον πατέρα του·Θα μου δώσης το Ξενιώ! Εφαρμακώθη ο γέρων προς το άκουσμα. Τότε εννόησε πλέον τι τρέχει.

Την ξύπνησε το γογγυτό εκείνο τη Μαριγή από σάστισμα κόλασης φοβερής. Λες κ' ίσια στη ψυχή της τον έστειλε τον ηρωισμό του ο αδερφός της μ' εκείνο το γογγυτό· λες και τ' Άγιο Πνέμα της κατέβηκε από τα ουράνια, και τη στεφάνωσε με την αθώρητη τη χάρη που γλυκαίνει του μαρτυρίου το θάνατο.

Όσον δε παρετήρουν τον νέον απομακρυνόμενον με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα οποία είχε μεταδοθή το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν, όστις από την παραζάλην της ανθρωποφοβίας εβάδιζεν ως στραβός, προσκόπτων εις τους λίθους, η κωμική του επιγράμματος εικών εφαίνετο περισσότερον ταιριαστή και οι γέλωτες δεν έπαυον.