United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την αγανάκτησιν, ήτις επορφύρωσε τας παρειάς της θεάς του κάλλους, ότε ήκουσεν αύτη προφερόμενον το όνομα της θνητής αντιπάλου της, συνεκέρασεν η ενδόμυχος χαρά, ην ησθάνθη, αναλογισθείσα πάραυτα, οποία ευκαιρία παρείχετο εις αυτήν, να τιμωρήση την αυθάδειαν της περικαλλούς νεάνιδος διά στόματος του γυναικαρέσκου θεού, όστις ερωτολόγει μεν την στιγμήν εκείνην προς την θείαν συνδαιτυμόνα του, έμελλε δε να χρησμολογήση την επαύριον προς εύπιστον θνητόν.

Οι παλμοί της καρδίας μόλις διακρίνονται ακόμη, διατηρούνται ολίγα ίχνη θερμότητος, ένας ελαφρός χρωματισμός μόλις αναφαίνεται εις τας παρειάς και η εφαρμογή ενός καθρέπτου εις τα χείλη αρκεί ν' αποκαλύψη μίαν κοιμισμένην ζωτικότητα άνισον, αόρατον, των πνευμόνων· Εις εμέ προϊόντος του χρόνου η διάρκεια των κρίσεων παρετείνετο επί πολλάς εβδομάδαςείτε επί πολλούς μήνας.

Η τοιαύτη διαγωγή του εφαίνετο ήδη αδικαιολόγητος, ασύγγνωστος! Ηδύνατο τουλάχιστον και εχρεώστει να μεταχειρισθη άλλην γλώσσαν προς τον σωτήρα του, αντί να τον δυσαρεστήση τοιουτοτρόπως. Όσον εσκέπτετο ταύτα ο Κ. Πλατέας, τόσον εστενοχωρείτο. Το αίμα άνέβαινεν εις τας παρειάς του και ανετρέπετο η σειρά των φιλοσοφημάτων του.

Ανθίστατο κατ' αρχάς και ηρνείτο υπό μυρίας προφάσεις η αγαθή γραία· αλλά τι την ωφέλουν προφάσεις και αρνήσεις; Ο ικετευτικός κλαυθμηρισμός εκορυφούτο, αι θωπείαι και τα φιλήματα περιέλουον τας λαγαράς της παρειάς, και εις το νωδόν της στόμα ανέτελλε τέλος το μειδίαμα της υποχωρήσεως. Πώς εκροτάλιζον τότε αι μικραί μου χείρες!

Ο Φρουμέντιος δεν ηδύνατο να κορεσθή θαυμάζων τον αδελφόν του Ιωάννην, προ του οποίου γονυπετήσας ως εν εκστάσει ήρξατο να ανυμνή την καλλονήν αυτού διά τινος των μυστικοανατομικών εκείνων ύμνων, δι' ων οι καλόγηροι της εποχής εκείνης εξεθείαζον ανά έν τα μέλη της Παναγίας, τας τρίχας, τας παρειάς, τους μαστούς, την γαστέρα, τας κνήμας και τους πόδας, ως οι ιπποκάπηλοι τα κάλλη των ίππων των και ο κύριος Π. Σούτζος τα των ηρωίδων του.

Αν δε φαντασθή προς στιγμήν ο αναγνώστης επί της κλίνης ταύτης εξηπλωμένην νωχελώς την νεαράν κόρην, με πορφυράς εκ του ύπνου παρειάς και ημικλείστους προς το άπλετον φως οφθαλμούς, κάμπτουσαν επιχαρίτως την μικράν της κεφαλήν επί της λευκής της ωλένης και προφαίνουσαν την ροδόχρουν αυτής πτέρναν υπό την λινοϋφή οθόνην, θα με συγχωρήση βεβαίως, ότι δεν επιχειρώ λεπτομερεστέραν περιγραφήν της θελκτικής αυτής εικόνος, αφού δεν έχει επαρκή προς τούτο χρώματα η πενιχρά μου πυξίς.

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συαπέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!