United States or New Zealand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατά την ώραν ταύτην της αισχύνης και του θανάτου, όταν ελάμβανε τ' αντίποινα των κακών του πράξεων, η πίστις εθριάμβευσε. Υπό τας διαβολικάς κραυγάς, αίτινες είχον εκραγή περί τον Σταυρόν του Ιησού, βαθεία τις υποψία ελάνθανε. Μέγα μέρος τούτων φαίνεται να επήγασεν εξ αμφιβολίας και φόβου. Και εις τας μεγαλαύχους ύβρεις των ιερέων βλέπομεν υπόκωφον τον φόβον.

Διότι προϊδόντες οι Θηβαίοι ότι έμελλε να εκραγή ο πόλεμος, ήθελον να καταλάβουν την Πλάταιαν, η οποία πάντοτε ήτο εχθρά αυτών, ενόσω υπήρχεν ακόμη ειρήνη και αι εχθροπραξίαι δεν ήρχισαν αναφανδόν. Δεν εδυσκολεύθησαν δε να εισέλθουν απαρατήρητοι, διότι δεν υπήρχον ακόμη εις αυτήν φρουροί.

Και ο οίκτος, όστις θα τον εκλόνιζεν ίσως την στιγμήν εκείνην, εις την θέαν του γυναικείου εκείνου συντρίμματος, το οποίον απετέλει άλλοτε μέρος της υπάρξεώς του αναπόσπαστον, υπεχώρησεν εις μίαν οργήν υπόκωφον, ήτις ηπείλει να εκραγή ακράτητος, θυελλώδης . . . Αδύνατον να φαντασθή τις τι θα συνέβαινε, αν ασθενής τις ακτίς, αν λείψανόν τι λογικού δεν τον συνεκράτει . . .

Φαίνεται λοιπόν ότι εκ της φωνής του Σκούντα και εκ της μορφής αυτού, ην κατώρθωσεν επί μίαν στιγμήν να ίδη, τον ανεγνώρισεν ότι ούτος ήτο ο άρπαξ της συζύγου του· το τραύμα δε αυτού ήτο πρόσφατον, και η οργή του αφορμήν εζήτει όπως εκραγή. Ευθύς δ' ως είδε τον Σκούνταν, εξέλαβε τούτον ως δώρον της Νεμέσεως και ερρίφθη επ' αυτού με την λύσσαν της τίγρεως.

Αντί δε, όπως πριν, να παραφυλάττη διά να ίδη την Πηγήν μεταβαίνουσαν εις την βρύσιν, ενεφανίζετο βράδυ-βράδυ εις τα δώματα με μαντήλι χρωματιστόν εις τον ώμον και με άλλους νέους παρετήρει τα κορίτσια τα οποία επέστρεφον από τας αγροτικάς εργασίας. Κατά τας στιγμάς εκείνας οι οφθαλμοί του Μανώλη έλαμπαν ως θρυαλλίδες βόμβας έτοιμης να εκραγή εις ανοησίας.

Και ιδού ότι εις αυτήν εδώ την φρικώδη ώραν της νυκτός, εν μέσω της νεκρικής σιγής της παλαιάς αυτής οικίας, τόσον παράδοξος ήτο ο ψίθυρος, ώστε μου επροξένησεν ακατανόμαστον τρόμον· εν τούτοις ολίγα λεπτά ακόμη εκρατήθηκα και δεν έβγαλα τσιμουδιά. Αλλά το τικ-τακ επεταχύνετο πάντοτε, πάντοτε. Εσκεπτόμην ότι η καρδιά θα εκραγή.

Διότι ησθάνοντο καλώς ότι οπωσδήποτε ήθελεν εκραγή ο προς τους Πελοποννησίους πόλεμος, και ήθελον να μη εγκαταλείψουν εις τους Κορινθίους την Κέρκυραν τοσούτον ναυτικόν έχουσαν, αλλά μάλλον να φέρουν αυτούς τους δύο λαούς εις όσην περισσοτέραν ηδύναντο σύγκρουσιν προς αλλήλους, ίνα οι Αθηναίοι δυνηθούν εν ανάγκη να καταπολεμήσουν τους Κορινθίους και τους άλλους τους έχοντας ναυτικόν όταν γίνουν ασθενέστεροι.