Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 9 Σεπτεμβρίου 2025
Ήδη, Μάρκε, ήδη απέρχομαι προς Αυτόν, αλλά σε αγαπώ και θα σε αγαπώ πάντοτε. Εσιώπησε διά να εισπνεύση ολίγον αέρα, έπειτα έλαβε την χείρα του Βινικίου και την ύψωσε μέχρι των χειλέων της. Ο Βινίκιος κατέστη κύριος εαυτού, έπνιξε τον πόνον του και ωμίλησε με φωνήν, την οποίαν προσεπάθει να καταστήση ατάραχον, θέλων να την παρηγορήση: — Όχι, αγαπητή μου, δεν θα αποθάνης.
Επέβησαν εις ταύτα όπως περαιωθώσιν εις Καπερναούμ· κ' εκεί, λίαν πρωί, Τον εύρον, μεθ' όλους τους κόπους και τας συγκινήσεις της χθες, κατόπιν της νυκτός της μονώσεως, και της προσευχής, και της τρικυμίας, γαλήνιον καθήμενον, και ατάραχον διδάσκοντα εν τη συνήθει Συναγωγή. «Ραββί, πότε ήλθες ώδε;» είνε η έκφρασις της φωτινής εκπλήξεώς των· αλλ' Εκείνος σιωπά.
Ότι δε πρόκειται περί κλοπής και ουδόλως ενδιαφέρει τον Επίκουρον το ευχάριστον, αλλά τον παράσιτον, θα σου το αποδείξω. Εγώ θεωρώ ευχάριστον πρώτον να μένη το σώμα ατάραχον, έπειτα δε να μη θορυβήται και να μη ταράσσεται και η ψυχή.
Της εφάνη τάχα ότι ήτο κάτω εις έν εύμορφον παράλιον με πλατείαν αμμώδη και ως να εθεώρει προ αυτής απέραντον την θάλασσαν, ατάραχον ως εξ' ελαίου.
Η παρατήρησις αύτη άμεσον μεν συνέπειαν είχε να κενωθώσι τα πλήρη καλάθια, έμμεσον δε να σιγήση προς ώραν η τρυφερά του Σουσαμάκη σύζυγος. Προς ώραν είπομεν, και ο αναγνώστης ημών εννόησε βεβαίως εκ της αμυδράς εικόνος των νεονύμφων, ην παρέσχεν αυτώ ο ανωτέρω διάλογος, ότι το υπόλοιπον της ημέρας δεν παρήλθεν ήρεμον και ατάραχον.
Μόνον ο Γιάννης της Κ'σάφους τελευταίον είπεν ότι «δεν του γεμίζει το μάτι κι' αυτός και το μαγαζί του». Ο κάπηλος επειράχθη τότε και ήρχισε να τους ονειδίζη σκληρώς, αλλ' ο Κωνσταντής ο Καλόβολος με ατάραχον μειδίαμα του είπεν ότι, «αν θέλη να έχη μαγαζί, πρέπει να έχη και κοιλιά σαν το μαγαζί του, μεγαλείτερη μάλιστα απ' το μαγαζί του».
Ήγαγε τον Ιησούν έξω, και αποβλέψας προς Αυτόν, εστώτα εν σιωπή και αγωνία, αλλ' ατάραχον, επί του λαμπρού εκείνου λιθοστρώτου, του Γαββαθά, υπεράνω των θηριωδών ωρυγμών του πλήθους, είπε προς τους ταραξίας, «Ίδε ο Βασιλεύς υμών». Αλλ' εις τους Ιουδαίους ήτο ως αισχρόν όνειδος το να ονομάζη Βασιλέα των τον μαστιγωμένον εκείνον Δεσμώτην.
Η συνέντευξις αύτη συνέβη πιθανότατα την εσπέραν της τρίτης, ενώ δε αυτοί απεφάσιζον ότι διαρκούντος του Πάσχα δεν θα εγίνετο ο Φόνος την αυτήν στιγμήν καθήμενος επί των κλυτίων του όρους των Ελαίων ο Ιησούς προέλεγε εις τους μαθητάς του με την ατάραχον βεβαιότητα ότι έμελλε να θυσιασθή κατ' αυτήν την ημέραν καθ' ην αφ’ εσπέρας ο αμνός θα εθυσιάζετο και το Πασχάλιον συμπόσιον ήρχιζε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν