United States or Bulgaria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον.

Και τόρα εγώ, ο οποίος εξελέγχομαι ως προς αυτά με τας εξής ερωτήσεις, κρίνω ασφαλέστερον να αποκριθώ κατά τον εξής τρόπον. Όταν μου ειπή κανείς, καλέ μου, Ξένε, άραγε όλα τα πράγματα στέκονται και κανέν δεν κινείται; Ή όλως διόλου το αντίθετον από αυτό συμβαίνει; Ή μήπως άλλα μεν κινούνται, άλλα δε ακινητούν; — Βεβαίως άλλα μεν κινούνται, θα ειπώ εγώ, και άλλα ακινητούν.

Έπειτα ότι, όταν έκαστον από αυτά προσκρούση εις κανέν σώμα ακινητούν διασχίζεται , άλλα δε ότι αντιθέτως, ενώ συναντώνται και κινούνται μαζί εις έν σημείον, συγχωνεύονται εις τα μεσαία και τα μεταξύ αυτών μέρη. — Βεβαίως λέγω ότι αυτά συμβαίνουν, καθώς τα λέγεις.

Από τας δέκα εκείνας κινήσεις ας λάβωμεν ως εικόνα την κίνησιν, με την οποίαν ομοιάζει ο νους. Ταύτην θα ενθυμηθώ εγώ μαζί σας και θα απαντήσω από κοινού με σας. Πολύ καλά μου φαίνεται ότι ομιλείς. Λοιπόν ως προς εκείνας ενθυμούμεθα βεβαίως ότι από όλα τα πράγματα άλλα μεν εδέχθημεν ότι κινούνται, άλλα ότι ακινητούν. Μάλιστα.

Μήπως λοιπόν τάχα και τα ακινητούντα και τα κινούμενα δεν ευρίσκονται εις κάποιον τόπον; — Πώς όχι; — Και δεν κινούνται άλλα μεν εις τον ίδιον τόπον, άλλα δε εις περισσοτέρους; — Ίσως θα εννοής τα λαμβάνοντα την ικανότητα να κινούνται πέριξ του ακινήτου κέντρου των, θα ειπούμεν, καθώς γίνεται η περιστροφή των κύκλων, οι οποίοι λέγομεν ότι ακινητούν. — Μάλιστα.

Κάτω εχαράττετο βαθύ το ποτάμιον, τ' Αχειλά το ρέμμα, και όλην την βαθείαν κοιλάδα μετά ηρέμου μορμυρισμού διέτρεχε το ρεύμα, κατά το φαινόμενον ακινητούν, λιμνάζον, αλλά πράγματι αενάως κινούμενον υπό τας μακράς βαθυκόμους πλατάνους· ανάμεσα εις βρύα και θάμνους και πτέριδας, εφλοίσβιζε μυστικά, εφίλει τους κορμούς των δένδρων, έρπον οφιοειδώς κατά μήκος της κοιλάδος, πρασινωπόν από τας ανταυγείας τας χλοεράς, φιλούν και άμα δάκνον τους βράχους και τας ρίζας, νάμα μορμύρον, αθόλωτον, βρίθον από μικρά καβουράκια, τα οποία έτρεχον να κρυβώσιν εις το θόλωμα της άμμου, άμα κανέν βοσκόπουλον, αφήνον τας ολίγας αμνάδας να βόσκουν εις την δροσεράν χλόην, ήρχετο να κύψη εις το ρεύμα, και ανεσήκωνε πέτραν τινά διά να τα κυνηγήση.