United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λοιπόν κατ' αυτόν τον τρόπον τα μεν στοιχεία είναι απροσδιόριστα με τον λόγον και άγνωστα, και απλώς αισθητά. Αι συλλαβαί όμως είναι γνωσταί και εκφράζονται διά λόγου και κρίνονται με αληθή κρίσιν. Όταν λοιπόν χωρίς λόγον συλλάβη κανείς την αληθινήν κρίσιν ενός πράγματος, κατέχει μεν η ψυχή του την αλήθειαν ως προς αυτό, αλλ' όμως δεν το γνωρίζει.

Εάν ηδύνατο ο ευτυχής να είπη διατί είνε ευτυχής, και ο δυστυχής διατί είνε δυστυχής, έσο βέβαιος, ότι και η ευτυχία και η δυστυχία θα ήσαν τόσον γνωσταί εις τον κόσμον, ώστε θα καθίσταντο άγνωστοι εις αυτόν. Διότι η ευτυχία και η δυστυχία, είνε τα μόνα πράγματα, τα οποία, όταν γίνουν τελείως γνωστά, είνε ωσάν να μένουν άγνωστα.

Δεν μπορούσε ναυρή τίποτε. Όλα του είταν ξένα. Όλα του είταν άγνωστα. Φαίνονταν, σα να γνώριζε, ότι είταν μέσα στο Μικρό Χωριό, αλλά το χωριό δεν είταν αυτό. Είχ' αλλάξει όψη.

Φαντάζεσαι οποία ποσότης ευφυολογίας έχει να δαπανηθή, και πόσον θα διασκεδάσουν οι συνάγοντες υπό την στέγην των τα πολύχρωμα εκείνα και πολύστομα σμήνη, άτινα εισέρχονται, τρώγουσι, πίνουσι, χορεύουσι, λέγουσιν ό,τι φθάσωσιν, εντείνοντα μέχρι κρωγμού την φωνήν των, και απέρχονται άγνωστα και κατευχαριστημένα.

Αλλ' εις Λεχαινά δήμαρχος, αστυνόμος και κλητήρες είνε όντα άγνωστα σχεδόν, μισθοδοτούμενα ενώ ασχολούνται εις ιδικάς των εργασίας.

Μετά μακρούς αγώνας, τινών γραμμάτων η προφορά επανήρχετο εις την μνήμην της, άλλα δε τινα δεν τα ενεθυμείτο. Κατήντησε δε να κάμνη επί του χάρτου εκείνου μαθηματικούς υπολογισμούς, συγκρίνουσα το σχήμα των ομοίων, και ζητούσα να φθάση εκ των γνωστών εις τα άγνωστα. Αλλά μάτην.

Η νέα περιετυλίχθη εντός του επενδύτου της, αλλά δεν είχε σκοπόν να κοιμηθή· εφοβείτο. Άγνωστα αισθήματα αποστροφής και οδύνης συνέθλιβον την καρδίαν της. Διετέλει εν αμηχανία και δεν είξευρε τι να σκεφθή περί του Γύφτου, ή τι να τω είπη. Ανεμιμνήσκετο ότι ο άνθρωπος ούτος την είχε πωλήσει. Η νέα είχεν εννοήσει καλώς τούτο.

Εγώ τουλάχιστον, Σωκράτη μου, φρονώ ότι είναι ορθόν αυτό, το οποίον είπαμεν προ ολίγου. Σωκράτης. Θεαίτητος. Ποίον δηλαδή; Σωκράτης. Ακριβώς αυτό το οποίον εφάνη ότι ήτο το ευφυέστερον, ότι δηλαδή τα μεν στοιχεία είναι άγνωστα, ενώ όλαι αι συλλαβαί είναι γνωσταί. Θεαίτητος. Και μήπως δεν εφάνη ορθώς; Σωκράτης. Αυτό λοιπόν ας το εύρωμεν.

Την επλησίασε. — Είμαι η σύζυγος του κυρίου που εμβήκε. — Α! — Και θέλω να ιδώ μόνη μου την δυστυχίαν μου! Η γραία εμειδίασε· εννόησεν ότι είχε να κάμη με ζηλότυπον. — Μα καμμιά δυστυχία δεν είνε, κυρία μου, είπε. — Τι σε μέλει; άφησέ με να έμβω· τοποθέτησέ με εις μέρος να ιδώ μόνη μου και η αμοιβή σου θα είνε μεγάλη. Έλεγε ταύτα, ενώ θηρία πολύμορφα, γνωστά και άγνωστα, εδάγκαναν την καρδίαν της.

Όταν ζώμεν μέσα εις μίαν κοινωνίαν, εις την οποίαν όλες αυτές η νέες θεωρίες είναι πράγματα άγνωστα. Όταν εγεννηθήκαμεν, εζυμωθήκαμεν με ιδέας άλλας, με συνηθείας άλλας. Μ α ρ ί α. Αλλά, Κώστα, εκεί κάτω μου είχες υποσχεθή... Κ ώ σ τ ας. Μα εκεί κάτω ήμουν τρελλός... Μ α ρ ί α. Και τώρα έγεινες φρόνιμος.. Κ ώ σ τ α ς.