United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Τα βόλια μας επέφτανε » Ζεστάτους Οσμανλίδες, » Κ' εκείνοι στρόνονταντη γη. » — Παιδιά! μη φοβηθήτε, » Παλληκαράδες, φώναξα, » Σαν Έλληνες σταθήτε! » Κτυπάτε! μη σας φύγουνε » Της νίκης αι ελπίδες! . — »

Εγώ σαν το είδ' αυτό, έκαμα να σηκωθώ, και μου ήρθε σα λιγοθυμιά, κ' έπεσα πίσω με τ' αδράχτι στο χέρι. Μήτε να φωνάξω δεν πρόφταξα. Μα είμουνα γερή γυναίκα, και δεν πρέπει να βάσταξε πολύ η λιγοθυμιά. Σαν άρχισα να συνεφέρνω, κατάλαβα πως γυρεύανε να με σηκώσουν και να φύγουνε.

Τα στομάχια που θα τα φάνε! στέναξεν ο άλλος, κι' έκανε κίνημα να φύγουνε. — Μια στιγμή ακόμα, είπεν ο Ρένας. Δεν είναι λίγη κι' η απόλαψη αυτή. Χορταίνομε βλέποντας την ιδεολογία του στομαχιού μας, αφού δε μπορούμε να χορτάσομε την πρακτική του. Μέσα στο καράβι και στην ολόγυρα έκταση όλα αλλάζανε και γινόντανε πολύσχημα, αλλότροπα, παράξενα, χυμένα στη μυστικοπάθεια.

Τανιστορούσε η Μαριγή από τη μια το τι την περίμενε, θυμούνταν από την άλλη το ιερό το λείψανο που μαύρο και καρβουνιασμένο κοιτότανε στου Μελιδονιού τη σπηλιά, το λείψανο του πονεμένου της Μανουσάκη, που ως και τη φωνή του την άκουγε ακόμα, τότες που στο σπίτι τους μέσα την παρακαλούσε να φύγουνε πρι να πλακώση η αρβανιτιά, και κείνη πάσκιζε να μαζέψη και να πάρη τα νυφικά της, ώσπου πλάκωσαν τα θεριά, και θαρρώντας ο δόλιος πως έφυγε κ' η Μαριγή με τη μάννα του, που την έβλεπε κ' έτρεχε κατά το σπήλιο, αφίνει την αγαπημένη του πίσω και φεύγει, και κλειέται στο σπήλιο μαζί με τους άλλους, και σαν είδε ύστερα πως έλειπε η καλή του, τρέλλα και τρέλλα τον πήρε.

Κι άλλο δε μας μένει ύστερ' από τα λίγα αυτά που σώνουν εδώ, παρά να προσπέσουμε και να προσκυνήσουμε με τη φαντασία μέσα σ' όλην εκείνη τη λαμπρότητα, ίσως κι ακουστούν οι προσευκές μας ως εκεί που πρέπει, και περάσουν τα ναμάζια και φύγουνε σα διαβατάρικη μπόρα από κει που έντεκα αιώνες αντιλαλούσαν οι χριστιανικές οι δοξολογίες.

Η Αθήνα φάνταξε μπροστά της σαν ένας Παράδεισος γεμάτος αγγέλους, που πέφτουνε στα πόδια των κοριτσιών και τα προσκυνάνε. Δεν έβλεπε την ώρα πότε να φύγουνε. — Και πότε με το καλό θα φύγωμε, ψυχομάννα; — Το γρηγορώτερο, παιδί μου. Την Κυριακή περνάει το βαπόρι. Έχομε τρεις μέρες ακόμη. Πιάσε να συμμαζέψωμε σιγά-σιγά τα σκουτιά μας, να βολέψωμε τις δουλειές μας και να ρίξωμε πέτρα πίσω μας.

Αυτός ο λόγος άρεσε του Κακαμπό· είναι τόσο ευχάριστο να τρέχη κανείς στον κόσμο, νάχη υπόληψη στους συμπατριώτες του, να διηγέται με στόμφο ό,τι είδε στα ταξίδιά του, ώστε οι δυο ευτυχισμένοι αποφασίσανε να μην είναι πια ευτυχισμένοι και να ζητήσουνε την άδεια από τη μεγαλειότητά του να φύγουνε.

Ναί, αφτό θα φημιστεί ως εκεί που χύνει φως ο ήλιος, μα τι μ' αφτό; Σα φύγουνε οι παινεμένοι Αργίτες με τα καράβια τους ξανά στην ποθητή πατρίδα, 460 τότες το κάστρο γκρέμισ' το και σκόρπα το στο κύμα, και μ' άμμο σκέπασε ξανά τ' απλόχωρο ακρογιάλι462 Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Και βασιλέβει ο ήλιος, 464 και τότες τέλιωσε η δουλιά των Αχαιών.