United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γιατί είτανε τόσο ζηλότυπη για το μικρό, ώστε δε δεχότανε να τη βοηθά κανείς. Και τέλος όταν παρατήρησε πως δεν είχε πια τη δύναμη, έδωσε με δάκρυα τη συναίνεσή της κ' υποτάχτηκε στο αναπόφευχτο. Ωστόσο έπειτα από λίγες ώρες που έφτασε η νοσοκόμα, ήρθε η γυναίκα μου και μου διηγήθηκε μ' ολάστραφτα μάτια πως ο Σβεν δέχτηκε με μεγάλη χαρά τη νέα συντρόφισσά του.

Μον ο Τράγος δίχως τόση Προσοχή γι' αυτό να δόση, Πρόθυμος ευτυς πηδάει, Κι' η Αλουπού τον ακλουθάει. 710 Σαν απόπιαν με πολλή τους Και μεγάλην όρεξί τους· Λέγει ο πρώτος, είναι ώρα Να μισέψαμε πλιο τώρα. Και σταφνίζεται να φύγη, 715 Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίφεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει·

Και σταφνίζεται να φύγη, Μόνε πούθε, δεν ξανοίγει· Στρίβεται, και αποράει, Τη συντρόφισσα τηράει· Μη κουμπάρε, λέγει η άλλη, Μη δειλιάζε 'ς· απογάλι, Και θαρρώ να ημπορέσω Πώς να βγούμε ναύρω μέσο. Να μου κάμης πλάταις, όσο Στην κορφή να σκαρβαλόσω. Κιαπέ όξω μόνε πάνω, Μη σε μέλει, εγώ σε βγάνω.

ΧΑΡΜΙΟΝ. Έλα πες και στην Ειρά την ιδική της. ΑΛΕΞΑΣ. Όλοι θα μάθωμεν την τύχην μας. ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Η ιδική μου και πολλών άλλων θα είνε ότι απόψε θα πλαγιάσωμεν μεθυσμένοι. ΕΙΡΑΣ. Να μια παλάμη η οποία προμηνύει εγκράτειαν αν όχι τίποτε άλλο. ΧΑΡΜΙΟΝ. Απαράλλακτα όπως η πλήμμυρα του Νείλου προμηνύει σιτοδείαν. ΕΙΡΑΣ. Σώπα, τρελλή συντρόφισσα του κρεββατιού, δεν μπορείς συ να μαντεύσης.

Άνοιξε το ντουλάπι, έβαλε ούζο στα ποτήρια και κοίταξε τον Έφις με μια φευγαλέα αίσθηση τρόμου, αλλά και εξεταστικά συνάμα για να δει εάν εκείνος έπαιρνε στα σοβαρά τα αστεία του αφεντικού. Ο Έφις όμως ήταν τόσο ταπεινός και σαστισμένος που την έκανε να ξανανέβει επάνω και να πει στη νεαρή συντρόφισσά της: «Εάν αυτός έκανε τα μάγια, τα έκανε καλά. Η τύχη σα σαΐτα πέφτει επάνω τους.

Ανάγκη δεν είταν κι απ' αυτό το σημάδι να καταλάβη ο Μυλόρδος πως βρισκότανε στης Κυρά Μπάρτλεης το σπιτικό, και πως αντίκρυ του είχε τον πατέρα και τη μάννα της πανώριας εκείνης κόρης, που τώρα κι οχτώ χρόνους ταξιδεύοντας ο φίλος του ο Μπάρτλεης στο Κάϊρο, τη μάτιασε στο Παζάρι κι από έναν Αράπη την αγόρασε μικρή μικρή, και την ανάθρεψε μ' ένα και μονάχο σκοπό, να την κάμη συντρόφισσα της αρχοντικιάς του ζωής.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Α! έτσι όπως συ το λες, Θεός να με φυλάξη!. . . ποτέ δεν τώχω πράξη!. . . ΒΛΕΠΥΡΟΣ Λοιπόν πώς το σκασες πρωί, και πού μου είχες πάη μαζύ με το μανδύα μου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εγώ;. . . κοιλοπονάει μια φίλη και συντρόφισσα κ' επήγα εκεί για λίγο. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Και πώς δεν ρώτησες εμέ, και να μου πης «θα φύγω»; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μπα, σε καλό σου, άνδρα μου!

ΡΩΜΑΙΟΣ Ω πάτερ, τι έμαθες; του πρίγκηπος το θέλημα τι είναι; Ποια πίκρα πάλιν άγνωστη με θέλει σύντροφόν της που δεν την εδοκίμασα ως τώρα; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Ω παιδί μου, αληθινά συντρόφισσα σου έγεινεν η πίκρα. Σου φέρνω την απόφασιν του πρίγκηπος. ΡΩΜΑΙΟΣ Τι θέλει; Τι άλλο θ' απεφάσισε παρά τον θάνατόν μου; ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ Τόσον δεν έκρινε σκληρά. Τον θάνατόν σου όχι, αλλά την εξορίαν σου προστάζει.