United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εψέλλισεν η μήτηρ, αποτεινομένη προς την κόρην της, ήτις ακούσασα μέσα εις τον ύπνον της την γνωστήν φωνήν του και αναμνησθείσα τας ημέρας τας καλάς του έρωτος και της ευτυχίας, επετάχθη από το στρώμα και έτρεξεν εις το τρυπημένον παράθυρον, ακροωμένη το παθητικόν άσμα και την ωραίαν φωνήν του, την μελωδικήν και απατηλήν, με την οποίαν την πρώτην φοράν την είχε γελάσει την ωραίαν κόρην ο μονόχειρ πλην μάγος μνηστήρ εκείνος.

Ήσαν και άλλοι πολλοί, μετά των οποίων μ 'εσχέτισεν η κοινή συμφορά και η συνεχής συνάντησις εις την αγοράν της Τήνου ή επί της ερήμου της Σύρου ακτής. Μεταξύ τούτων ήτο και ο αρραβωνιαστικός της πρεσβυτέρας των αδελφών μου, καταφυγών και αυτός εις Τήνον μετά Οδύσσειαν παθημάτων. Της νεωτέρας μου αδελφής ο μνηστήρ ηχμαλωτίσθη, ουδέποτε δε ηκούσθη τι απέγεινε.

Η τύχη μου ευκολύνει την συνάντησιν αυτήν, που είχα σκοπόν να σου ζητήσω. Μήπως ο πολυτάλαντος μνηστήρ έχασεν εις το χρηματιστήριον και μαζή με τα πλούτη του επέταξε και η αγάπη σου! Όχι, αγάπη μου! Εγώ! απέκτησα χρήματα Δεν έμαθες λοιπόν την μεγάλην είδησιν; Είμαι κληρονόμος είκοσι χιλ. λιρών και περιμένω μια λέξι σον, ένα νεύμα σου, για να στείλω τον πλούσιον μνηστήρα απ' εκεί που ήλθε.

Ο Αλβέρτος έφθασε, και εγώ θα πάω· και αν ήτον ο κάλαιστος, ο ευγενέστατος άνθρωπος, εις τον οποίον θα ήμουν πρόθυμος να υποτάσσωμαι υπό πάσαν έποψιν, θα μου ήτο ανυπόφορον να τον βλέπω προ των οφθαλμών μου να έχη τόσας τελειότητας. — Αρκεί, Γουλιέλμε, ο μνηστήρ ήλθεν. Ένας καλός, αξιαγάπητος νέος, τον οποίον πρέπει ν' αγαπά κανείς. Ευτυχώς δεν ήμουν εκεί κατά την υποδοχήν!

— Ε! τώρα, δεν ησυχάζετε και σεις; . . . Μοιάζετε με τους δύο . . . που μάλλωναν σε ξένο αχ . . . Ο γέρο-Στεφανής δεν ετελείωσε την φράσιν. Η Αφέντρα είχε στραφή προς τον πατέρα της, κ' επειδή εγνώριζε τας παροιμίας του, του ένευσε φέρουσα ζωηρώς τον δάκτυλον εις τα χείλη. Εφοβείτο μη προσβληθή ο μνηστήρ της.

Αλλά θα γίνω μνηστήρ του θανάτου μου και θα ριφθώ εις τας αγκάλας του ως εις κλίνην ερωμένης. Εμπρός λοιπόν! Έρως, ο κύριός σου αποθνήσκει μαθητής σου. Πώς; δεν απέθανα ακόμη; δεν απέθανα; Ε! φύλακες! Α’. ΦΥΛΑΞ. Τι τρέχει; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Δεν έκαμα καλά την εργασίαν μου. Φίλοιτελειώσατε ό,τι ήρχισα. Β'. ΦΥΛΑΞ. Έδυσε το άστρον. Α'. ΦΥΛΑΞ. Και ήλθε το πλήρωμα του χρόνου. ΟΛΟΙ. Ω συμφορά! αλλοίμονον.

Την επαύριον, όλ' αι ετοιμασίαι διά τον γάμον ήσαν συμπληρωμένοι . . . Την νύκτα η Αφέντρα, καθ' ην στιγμήν ο μνηστήρ τους εκαληνύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ' ιδίαν·Θα μου της δώση αύριο της χίλιαις δραχμαίς. Υποσχέθηκε κ' η μητέρα.

Μετ' ολίγα λεπτά έφθασε πετάμενη, ως κουρούνα, κ' εφώναξε κάτω από το μικρόν πρόστοον της οικίας της Λ... — Τα σχαρίκια, Λ... ήρθ' ο αρραβωνιαστικός σου — ο Γιαννάκης ο Δράκος έφθασε. Η Λ... δεν επίστευε τα ώτα της, επί ικανήν ώραν έμενεν ως απολιθωμένη. Την πρωίαν έφθασεν εις το Κάστρον ο μνηστήρ ο ξενιτευμένος. Ο Γιαννάκης δεν έφερε καμμίαν δυσκολίαν, ως έμαθε τα συμβάντα.

Ο Πλατέας έχει όλα τα προσόντα καλού συζύγου, θα είναι γελοίος, αν θέλης, ως μνηστήρ, θα είναι γελοίος την ημέραν του γάμου του με τα στέφανα επί κεφαλής... Η εξαδέλφη εξεκαρδίσθη, επεχύθη δ' επί τέλους ιλαρότης και εις του Λιάκου το πρόσωπον. Αλλ' αφού παρήλθε της ευθυμίας η έκχυσις, επανελήφθη σπουδαιότερον η ομιλία, και αφηγήθη καταλεπτώς ο Λιάκος όλας τας περιπετείας της υποθέσεως.