United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ενώ ταύτα πάντα έπραττε μηχανικώς, ο οφθαλμός αυτής πανταχού ανεζήτει τον Φλώρον, και το πνεύμα επτερύγιζε περί την κλίνην της ως μέλισσα περί άνθος, πολλάκις δε εις το διάστημα της ημέρας εκείνης εψιθύρισεν ως Προφητάναξ «Τις δώσεί μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς και πετασθήσομαι και καταπαύσω! »

Σεις όμως, αν πεισθήτε από εμέ, αφ' ού λάβητε ολίγον υπ' όψιν σας τον Σωκράτην και πολύ περισσότερον την αλήθειαν, αν μεν νομίσητε ότι σας λέγω καμμίαν αλήθειαν, παραδεχθήτε αυτήν αν δε όχι, αντιτείνετε με όλα σας τα επιχειρήματα, προσέχοντες από την προθυμίαν μου να μη απατήσω συγχρόνως και τον εαυτόν μου και σας, και φύγω καθώς η μέλισσα αφήνων το κεντρί μου.

ΜΕΛ. Τώρα μ' αφήκε εντελώς, Βακχί, και είνε πέντε μέρες σήμερα που δεν τον είδα καθόλου, αλλά μένει στου φίλου του του Παμμένου και διασκεδάζουν με την Σιμμίχην. ΒΑΚΧ. Έχεις δίκιο, καϋμένη Μέλισσα, να είσαι στενοχωρημένη. Μα δεν μου λες, πώς εμαλώσετε; υποθέτω ότι θα υπάρχη καμμία σπουδαία αφορμή.

Δεν ξέρεις ότι η βρυσιές ψυχραίνουν την αγάπη και πεισμώνουν τους ερωτευμένους; Εσύ πάντα τον κακομεταχειρίζεσαι, αλλά πρόσεξε να μη γίνη αυτό που λέει η παροιμία• να μη κόψουμε το σχοινί με το παρατράβηγμα. Μέλισσα και Βακχίς.

Όταν τα επρόσταζεν, απλώνοντο ως μία πελωρία ανθοδέσμη, έπειτα πάλιν, εάν μόνον την βέργα της εκινούσεν η Νεράιδα, εχωρίζοντο εις πολλά συμπλέγματα. Άλλα επηδούσαν, άλλα με ανοικτά τα πτερά των έκαμναν ήσυχα κινήσεις τόσον τεχνικάς, ώστε η Ανθούλα δεν εχόρταινε να βλέπη. Αλλά μία μέλισσα εβόμβιζε γύρω της αδιάκοπα.

ΜΕΛΙΣΣΑ. Αν γνωρίζης, Βακχί, καμμιά γριά που να ξέρη, ξόρκια, σαν τις Θεσσαλές, και να μπορή με τα μάγια να κάνη τον άνδρα ν' αγαπήση την γυναίκα που εμίσησε, θα μου κάνης μεγάλη χάρι να μου την φέρης. Και θα της δώσω ό,τι θέλει και αν ακόμη μου ζητήση τα ρούχα που φορώ και τα χρυσαφικά• αρκεί να κάμη τον Χαρίνον να γυρίση στην αγάπη μου και να μισήση την Σιμμίχην όπως μισεί τώρα εμένα.

Μια μέλισσα την είδε έτσι και πέταξε με βόμβο χαρούμενα τραγουδιστό να την τσιμπήση• η Λιόλια απ’ το φόβο της έβγαλε τις φωνές κι αντίς να τρέξη να φύγη, γύρισε πίσω στο Νίκο να τη σώση. Με μιας η Λιόλια έκαμε «Αχκ’ έπεσε μέσα σ’ ένα χαντάκι πούτον αψηλό χορτάρι φυτρωμένο και το σκέπαζε που δε φαινόταν ολότελα.

Εκέντρωσε μια μέλισσα τον έρωτα τον κλέφτη όταν της έκλεβε κερί μέσ' από την κυψέλη, κι όλα του τακροδάχτυλα τα βρήκε το κεντρί της. Κι αυτός πονούσε ο δύστυχος κ' εφύσαγε τα χέρια κ' εχτύπαγε τα πόδια του πηδώντας απ' τον πόνο· κ' έτρεξε στη μητέρα του την ώμορφη Αφροδίτη κ' έδειξε τα χεράκια του και της παραπονέθη πως είν' η μέλισσα μικρή κι όμως σκληρά πληγώνει.

Ακροαταί των λόγων Του ανά εκατοντάδας συνέρρεον περί Αυτόν, εξίσταντο επί τη διδαχή Του, και εκρέμαντο από των χειλέων Του· «εκρέμαντο απ' αυτών καθώς η μέλισσα από του άνθους, το βρέφος από του μαζού, ο νεοσσός από το ράμφος της κλώσσης.

Και δεν τονε βλέπεις και το Στεφανή μέσα στο περιβόλι κοντά στις πορτοκαλιές; Κοίτα τον τόν αξετσίπωτο, και μη μου ψέλνης πια πως δεν ξέρουν κ' οι αρχοντοπούλες από κρύφιες αγάπες. Μωρή, και ποιο λουλούδι δε ζύγωσε μέλισσα να το βυζάξη, μα φτωχομενεξές είτανε, μα αρχοντικό γιασουμί! Έλα τώρα και χώσου μέσα να κρυφοδούμε αποπάνω, μην τύχη και μας νοιώσουν και τους χαλάσουμε τις δουλειές.