United States or Suriname ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάποιος, που για την Ελλάδα έκαμε κάμποσα, που την έκαμε κιόλας Ελλάδα, ο κάποιος αφτός, σαν έγινε κατόπι το βασίλειο, σα γέρασε κι ο ίδιος, θυμήθηκε τα νιάτα του, μας δηγήθηκε τον καιρό που καθότανε, λέει, κ' έκλαιγε «την Ελλάς». Ποιος θαρρείτε πως μιλεί έτσι; Κάτω, παρακαλώ, τις γραμματικές σας!

Κ' έτσι γλυτώσαντας και τα δικά μας μέρη από το φόβο του, έμεινε ήσυχος ο Μαρκιανός, και βόλεψε κάμποσα πράματα μέσα στα εφτά χρόνια της βασιλείας του. Πρώτο και μεγαλήτερο καλό που συμμάζεψε τη δύναμη των ευνούχων, αφού θανάτωσε το Χρυσάφιο, που καθώς είδαμε παντού έχωνε την ουρά του, κι ό,τι έκαμνε η Πουλχερία με το Θεοδόσιο αυτός το χαλνούσε.

«Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός και να καλογεράση. Ο Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατά γης και απολάμβανε. Άξαφνα ο γέρω Μαρούπας ανησύχυσε· του εφάνηκε ν' άκουσε κάτι σαν πάτημα· έτρεξε στην άκρη του χωραφιού. Έστησε τ' αυτί του κ' εδιάκρινε τώρα ποδοβολητά να πλησιάζανε ολοένα· και σαν να ήταν κάμποσα.

Κυττάζει όξω και βλέπει κάμποσα παιδιά να πεζογελούν και μαζή μ' αυτά το παιδί του . . . το δικό του παιδί, το μόνο αγόρι που είχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι οχτώ εννιά χρονών.

Μετά κάμποσα έτη ακαταπόνητου εργασίας ο Αντωνέλλος κατεβλήθη και ηναγκάσθη ν' αφήση το πλοίον. Με πολύν κόπον απεχωρίσθη, από το «αγαπητό του πλεούμενο» καθώς τ' ωνόμαζε, από την θαλασσινήν του Μπέλλαν διά ν' αφοσιωθή εξ ολοκλήρου εις την αδελφήν, την Μπέλλαν του της ξηράς. Διά να μην κάθηται δε, έγεινε κηπουρός.

Είναι όμως σύγκαιρα και δραματική, άφησε που μας διδάσκει και κάμποσα δικά μας.

Αυτό άναψε μεγάλως τον πόνον του Χαν, βλέποντας που εκαταστάθηκαν διά να ζητούν έλεος. Ως τόσον ο Καλάφ εσύναξε κάμποσα δηνάρια από τες ελεημοσύνες, με τα οποία αγόρασε τα αναγκαία προς ζωοτροφίαν τους διά μίαν μόνον ημέραν.

Κάποτε λοιπόν ο Καραϊσκάκης περαστικός κατάλυσετο σπίτι του, με κάμποσα παληκάρια. Πάει ο Ζαφείρηςτο μαγερειό και ρίχνεταιτης δούλες κι' αρχίζει τσιμπιές, γαργαλητά, φιλιά. Βάνουν της φωνές εκείνες και τρέχουντην καπετάνισσα. Τρέχει κ' η κυρά Γκόλφω, η Καραϊσκάκαινα, 'σ το στρατηγό καταθυμωμένη·Τι πράματα είναι αυτά; του λέει· τα παληκάρια σου παλεύουν της ψυχοκόρες μου!

Όλα αυτά συνέβηκαν στην Φαντασιούπολιν, καθέδραν της μεγάλης Αυτοκρατορίας Πρόληψης, ομπροστά στην σεβασμία σύναξη των σοφών διορθοτάδων της γλώσσας μας, και στην εποχή του αιώνα μας. Κάθε άλλος, μα την αλήθεια, δεν θελά κατώρθωνε τίποτες σε τόσο κακοπίχειρην υπόθεση, παρατηρώντας ξεχωριστά για καμπόσα, οπού η τωρινή γλώσσα δεν τα γνωρίζει καθόλου.

Μα, ας είναι, δεν μπορεί, θα μας απομείνουν και κάμποσα μέρη. Δεν ταιριάζει να παραπονιόμαστε ολοένα.