United States or Togo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είνε καλλίτερος, θυγατέρα μου, μα να πας ότι νάρθη ο καιρός σου. Μα μη μου λες τέτοια λόγια, γιατί με θανατόνεις. — Κουζουλάδες, κουζουλάδες, μάνα μου, είπε η άρρωστη και προσπάθησε να γελάση. Μην ακούς. Ό,τι 'πε τόνειρο θα γενή. — Κάθα πως θα ξηγήση τόνειρο ο Ταχτικός έτσα βγαίνει. — Μα δε σούπα πως άρχιξα και καλλιτερεύγω; Και θαρρώ πως γλίγωρα θα μπορέσω να πάω κίσα στα Λιβάδια.

Εγώ πάω κάθα μέρα και τήνε θωρώ κιόλο με τα δάκρυα στα μάτια τήνε βρίσκω· κιόλο μου λέει πως αν σούφταιξ' αδερφός τση, αυτή είντα σούκανε και δεν περνάς μπλειο απ' όξω απ' το σπίτι τως νακούη σκιάς το ζάλο σου και να σε θωρή απ' αλάργο. Μια-δυο φορές μόνο λέει έτυχε να σε δη, όντε πάει στη βρύσι γή στην εκκλησά, μα κάνεις πως δεν τήνε θωρείς και ραΐζει η καρδιά τση.

Δεν κάνει ναπυριαστούμε κιοί γίδιοι για να μη μάςε πιάση το βλάβος; είπεν ο Μπαρμπαρέζος εξάγων τα «πυροβολικά του» διά να ανάψη το πελώριον τσιγάρον το οποίον είχε κατασκευάση. Εγώ αυτό θα κάμω με τον καπνό. Δεν τσ' αφίνεις, μωρέ άθρωπε, αυτές τσανεμοκουβέντες; Κάθα καλοκαίρι την ταχυνή πέφτει αυτή η καταχνιά.

Ας είνε, σα δε θες να πάω να τη δω μια βολά, θα πάω πολλές, της είπα, κιάμε να το πης και του Δεσπότη και του Μουντίρη και του Θεού μαγάρι. Από σήμερα θα πηαίνω κάθα μέρα. Κιας με πιάση και το χτικιό, για να μην έχης τότε αφορμή να μεμποδίζης. Αφού είδεν ότι οι φοβερισμοί δεν έφερναν αποτέλεσμα, άλλαξε γλώσσα: — Κάνε ό,τι θες.

Ήμουν ακόμη άρρωστος και με φοβερή εξάντληση. Έβγαινα λίγο, αλλά και δεν πήγαινα μακριά 'πό το σπίτι μας. Μια μέρα στο μέρος 'κείνο συνάντησε μια γειτονοπούλα μας, ένα πολύ νέο κορίτσι, και το ρώτησε για μένα. — Το ίδιο είνε, είπε το κορίτσι. Κάθα μέρα τόνε τινάσει και δεν απόμεινε ο εμισός. Ανέγνωρο γίνηκε το κακορρίζικο απού την αδυναμία. — Κείντα λένε πως έχει; — Χτικιό 'κουσα πως έχει.

Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο Χριστός ο Υιός του Θεού.

Ταύτα πάντα ανύψουν τον θείον μου εις τα όμματα των συμπολιτών του. Οι λόγιοι, καθά σπανιότεροι, απελάμβανον μεγαλειτέρας τότε τιμής, ήσαν δ' εν γένει της τοιαύτης τιμής άξιοι, διότι εγνώριζον καλώς όσα επηγγέλλοντο ότι γνωρίζουν, και ειργάζοντο μετ' αυταπαρνήσεως προς φωτισμόν του Γένους.

Η συνάντησις δε αύτη δύο άκρως αντιθέτων προσώπων, εξ ενός μεν του θρησκομανούς μάντεως, προβαίνοντος μέχρι πράξεων ηθικώς αποτροπαίων από ευσέβειαν δήθεν, και εξ άλλου του ηρέμα και γαληνιαίως εκφράζοντος της αληθούς θεοσεβείας τον χαρακτήρα Σωκράτους, μας αφίνει δραματικωτάτην την εντύπωσιν, δίδουσα εις ημάς ζωηράν εικόνα τελείου σατυρικού έργου της αρχαιότητος, συνάμα δε ολόφωτον καθιστά τον σκοπόν του διαλόγου, όστις ήτο, κατά την παράδοσιν, να φανή πόσον ευσεβής και δίκαιος ήτο ο Σωκράτης, όστις είχε καταδικασθή εις θάνατον κατηγορηθείς επί ασεβεία, διότι εις τον διάλογον αυτόν ο ως ασεβής κατηγορηθείς Σωκράτης ή ως έχων επιληψίμους ιδέας περί ευσεβείας, καθά ωραιότατα εκφράζεται ημέτερος κριτικός, «γίνεται διδάσκαλος της αληθούς ευσεβείας και προς αυτούς τους περί τα τοιαύτα ειδικωτάτους και σοφωτάτους θεωρουμένους».

Τω όντι το εντός ημών καθαρόν πυρ, το οποίον είναι αδελφόν εκείνου, το έκαμον να ρέη διά μέσου των ομμάτων λείον και πυκνόν, αφού συνέ- C. | σφίγξαν όλον το όμμα, αλλά περισσότερον το μέσον αυτού, ούτως ώστε να εμποδίζη το λοιπόν μέρος του πυρός, όσον ήτο πυκνότερον, και να αφίνη να διέρχηται το λεπτόν μόνον καθα- ρόν.

Πονείς ποθές; — Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές. Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου: — Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά. — Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα!