United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι δεν εφόνευσες τον ίδιον τον τύραννον, ο δε νόμος δίδει αμοιβήν εις τον τυραννοκτόνον. — Και τι διαφέρει, ειπέ μου, να φονεύση κανείς αυτόν ή να γείνη αίτιος του θανάτου του; Εγώ νομίζω ότι δεν υπάρχει καμμία διαφορά• ο δε νομοθέτης αποβλέπει μόνον εις την ελευθερίαν, την δημοκρατίαν και την απαλλαγήν από τα δεινά της τυραννίας• αυτά τιμά, αυτά έκρινεν άξια αμοιβής, δεν θα τολμήσης δε να ισχυρισθής ότι δεν έγειναν αυτά εξ αιτίας μου.

Εάν δε δούλος φονεύση ελεύθερον εκουσίως είτε ιδιοχείρως είτε εκ προμελέτης και καταδικασθή, τότε ο κοινός δήμιος της πόλεως ας τον οδηγήση πλησίον εις το μνήμα του αποθανόντος, από μέρος όπου φαίνεται ο τύμβος του, και αφού τον δείρη όσας φοράς διατάξη ο κερδίσας την δίκην, εάν εξακολουθή να ζη ο φονεύς, τότε ας τον θανατώση.

Και πριν ή κακουργήση προς ικανοποίησιν της θηριώδους του πενθερού του καρδίας, προετίμησε να φονεύση την ιδίαν αυτού καρδίαν διά παντός, καταστρέφων όλην αυτής την ευδαιμονίαν.

Αυτή άρχισε να ομνύη και να καταναθεματίζεται πως δεν ηξεύρει τίποτε εις αυτήν την υπόθεσιν· και έπειτα άρχισε να κλαίη με μεγάλα παράπονα, τόσον που ο κλέπτης την ευσπλαχνίσθη. Ο σκλάβος εκατάλαβε πως ο αφέντης του της έδειχνε σπλάχνος· όθεν με όλον που εκείνος τον εμπόδιζε να μην την φονεύση αυτός ηθέλησε να την κτυπήση.

Τον πρώτον εχθρόν τον οποίον καταβάλη ο Σκύθης, πίνει εκ του αίματός του, φέρει δε εις τον βασιλέα τας κεφαλάς όλων εκείνων τους οποίους φονεύση εν τη μάχη· διότι, εάν μεν φέρη κεφαλήν, μετέχει των λαφύρων, εάν δε δεν φέρη, όχι.

Και πάλιν, εάν ο αδελφός φονεύση τον αδελφόν ή την αδελφήν, ή η αδελφή τον αδελφόν ή την αδελφήν εν βρασμώ, οι μεν καθαρμοί και οι εκπατρισμοί πρέπει να γίνουν ομοίως, καθώς ωρίσθη διά τους γονείς και τα τέκνα, δηλαδή με όσους αδελφούς εφόνευσαν τους αδελφούς των και με όσους γονείς εφόνευσαν τα παιδιά των, με αυτούς ας μη γίνη ποτέ σύνοικος ούτε συμμέτοχος εις τα ιερά.

Τις εξ υμών θα μου φέρη ζώντα τον Οροίτην ή θα φονεύση αυτόν; Ο άνθρωπος ούτος κατ' ουδέν εβοήθησε τους Πέρσας και έπραξε μεγάλα εγκλήματα· αφ' ενός μεν εφόνευσε δύο ιδικούς μας, τον Μιτροβάτην και τον υιόν του, αφ' ετέρου δε εφόνευσεν εκείνους τους οποίους έπεμψα διά να τον καλέσωσιν ενώπιόν μου, και δεικνύει αυθάδειαν ανυπόφορον.

Τι δε φρονείς; Από τους ανθρώπους, ω Ευθύφρον, ήκουσες ποτέ κανένα, που τολμά να ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να τιμωρήται εκείνος, που αδίκως φονεύση άλλον, ή εν γένει πράξη κανέν άλλο οποιονδήποτε έγκλημα; Ευθύφρων. Είναι βεβαιότατον αυτό, ω Σώκρατες. Οι άνθρωποι δεν παύουν ποτέ να φιλονικούν διά τα πράγματα αυτά παντού, ακόμη και εις τα δικαστήρια.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Την κόρην σου θέλει να θανατώση διά της ιδίας του χειρός ο πατήρ της. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Πώς; Τι λόγον, γέρον, επρόφερες, τον οποίον αποτινάσσει μετά φρίκης η ψυχή μου ; Είσαι παράφρων βέβαια. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ναι, σοι λέγω, θέλει να την φονεύση πλήττων δι’ εγχειριδίου τον λευκόν λαιμόν της ατυχούς. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ω της δυστυχίας μου ! Παρεφρόνησε λοιπόν ο σύζυγός μου ;

Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.