United States or Puerto Rico ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απεπειράθημεν άλλοτε να τον συναθροίζωμεν από τας οδούς και να τον ρίπτωμεν έξω της πόλεως· αλλ' αφού είδαμεν ότι ο αδάμαστος ημών εχθρός επανήρχετο και πάλιν οργίλος επί πτερύγων ανέμων, εδώκαμεν τόπον τη οργή, και παρητήθημεν της ανίσου και ανωφελούς πάλης, σκεφθέντες φρονιμώτατα ως ο ευφυής εκείνος υπηρέτης, όστις δεν εκαθάριζε τα λασπωμένα υποδήματα του κυρίου του, διότι εσυλλογίζετο, ότι έμελλον και πάλιν μετ' ολίγον να λασπωθούν.

Να μου ζήσης παιδί μου! να μου ζήσης πολύ πολύ, και να μου κλείσουν τα χεράκια σου τα μάτια μου. Δεν την ήκουσεν ο Θεός την πτωχήν· του Γεώργη της τα χεράκια εκαθάριζαν τα λασπωμένα υποδήματα των Αθηναίων, ότε εκείνη απέθνησκεν.

Φουρτουνιασμένα, θολά, λασπωμένα κ' ορμητικά σαν πεινασμένα λιοντάρια, κυλούσαν στα βάθη των γκρεμών τα δύο ποτάμια. Από ψηλά, από τα ματωμένα στήθη του Βελουχιού, ακράτητο φουσάτο, έρχουνταν ο Καρπενησιώτης· από μυστικές κι άγνωστες, απ' αθώρητες κ' απάτητες λαγκαδιές, ροβολούσε ο Καστανιάς.

Άξαφνα κοντά μου στην άκρη του στεφανιού του γκρεμού, φάνηκε ένας γέροντας φορτωμένος μ' ένα σακκί στις πλάτες. Απίθωσε το σακκί καταγίς, έκατσε απάνω, και αναστέναξε λαχανιάζοντας. Κατόπι του μια γριά φορτωμένη κι αυτή μ' ένα σακκί, ξεφορτώθηκε κι έκατσε κοντά του. Είταν δύο γεροντάκια καταζαρωμένα με γερά κορμιά, βουνήσιοι χωριάτες. Κουρέλλια αγνώριστα έντυναν και τους δυο, λερά, λασπωμένα.