United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο δε καπετάν-Θοδωρής το μόνον όπερ ηδύνατο να κάμνη ήτο να κατέλθη συρόμενος με τα δύο ραβδία του μέχρι της αγοράς εις το παρά την αποβάθραν καφενείον κ' εκεί να πίνη ένα καφέ, — τον προσφιλή του ναργιλέν απηγόρευσαν οι ιατροίκαι να διηγείται τα παθήματά τους. Περί των λοιπών εφρόντιζεν η σύζυγός του η καλή Γερακούλα.

Τόσο κοντά! επεφώνησεν ούτος γελάσας. Κατέλαβεν ήδη και αυτόν τάσις τις προς άμιλλαν· ανέβρασαν κ' εντός αυτού τα λωφάζοντα εις την ψυχήν παντός οπλοφορούντος ανδρός ένστικτα εκείνα της υπεροχής εις όλα και της παραβόλου φιλοτιμίας. Όσον και αν ήθελε να μην απελπίση τον γέροντα δεν ηδύνατο πλέον. Πάσα παραχώρησις ήτο άκαιρος. Αφού υπεχρεώθη να κατέλθη εις τον αγώνα ώφειλε και να νικήση.

Όσον δι' αυτήν, αν ελάμβανεν ανάγκην να κατέλθη εις το κατωγάκι, θα κατήρχετο διά της οδού, δι' ης είχεν οδηγήσει εκεί την ξένην της, της εσωτερικής σκάλας και της θύρας του μεσοτοίχου. Τω όντι, η Φρακογιαννού ησθάνετο πλέον μεγάλην σφλομονήν, και το στενόν κατωγάκι με τον υγρόν αέρα του την εστενοχώρει.

Μεταξύ ημών και της ορατής παρουσίας Του, μεταξύ ημών και του δεδοξασμένου Λυτρωτού του καθημένου νυν εκ δεξιών του Πατρός, το νέφος εκείνο ακόμη επιπροσθεί. Αλλά το όμμα της Πίστεως δύναται να το διαπεράση· το θυμίαμα της αληθούς προσευχής δύναται να υψωθή άνευ αυτού· δι' αυτού η δρόσος της ευλογίας δύναται να κατέλθη.

Δεν είχεν ακόμη κατέλθη ο βασιλεύς Γεώργιος, και οι εν Λονδίνω δανεισταί συνήρχοντο, εν δε ταις Αθήναις διεξήγετο περί του ζητήματος ζωηρός δημοσιογραφικός αγών . Εχρειάσθησαν όμως εισέτι τρία έτι πριν η Ελλάς προβή εις επίσημα προς τους δανειστάς διαβήματα. Πράγματι τω 1866, διά πρώτην φοράν, ο υπουργός των οικονομικών κ. Χρηστίδης διεβίβασε, διά του γενικού προξένου της Ελλάδος κ.

Και είτα ώρμησε να κατέλθη εις την παραλίαν, συμπεραίνων εν θριάμβω: — Χωρίς άλλο θα είνε καπνά! Ήτο περί το τέλος του ο μάϊος. Και την νύκτα εκείνην έλαμπε μελιχρώς η σελήνη, διαχέουσα γλυκύτατον ωχρόλευκον φως επί της πολίχνης και του ορμίσκου, όστις έστιλβεν ως απέραντος καθρέπτης με χρυσά κροσσωτά πλαίσια, χρυσήν παίζουσαν ανταύγειαν του φωτάς της σελήνης.

Καθώς απλώθη η νύκτα, εφεγγοβόλησεν από άστρα το αχανές στερέωμα, και ο αήρ ο ευώδης θα ήτον ικανός να βαλσαμώση και αυτά της γυναικός ταύτης τα «πάθια». Το κογχυλοειδές άντρον ήτο μόνον ως τρία μπόια άνω από το κύμα, αλλ' ο βράχος έως κάτω ήτο τόσον κάθετος, ώστε αδύνατον ήτο «βροτός ανήρ» ν' ανέλθη ή να κατέλθη.