United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τόρα όμως με τοιούτον τρόπον παιδαγωγείται το ανθρώπινον γένος, όχι βεβαίως ευτυχή ως προς αυτό, ώστε ούτε να το ενθυμηθή αυτό είναι δυνατόν εις άλλους τόπους και πόλεις ο φρόνιμος άνθρωπος, αφού εντελώς ούτε συσσίτια δεν απεφασίσθη να υπάρχουν εις την πόλιν.

Η επιστολή περιείχε το ακόλουθον νόημα. «Υγείαν από το όνομα του Υψίστου, οδηγού της ορθής οδού, προς τον ισχυρόν και ευτυχή βασιλέα της Σηριμβίας, από μέρους του Χαρούμ Καλίφη, βασιλέως της Βαβυλώνος, τον οποίον ο μέγας Προφήτης έθεσε διάδοχον της βασιλείας των προπατόρων του εις τον υψηλόν και περιβόητον θρόνον.

Εκάθησαν επί λιθίνου βάθρου εν μέσω των ανθισμένων λευκακανθών. — Οποία γαλήνη και πόσον ωραίος είναι ο κόσμος! είπε χαμηλοφώνως ο Βινίκιος. Αισθάνομαι τον εαυτόν μου ευτυχή όσον ουδέποτε τον ησθάνθην καθ' όλην την ζωήν μου. Ποτέ δεν είχα υποθέσει ότι δύναται να υπάρξη έρως του είδους τούτου. Ειπέ μοι, Λίγεια, πόθεν προέρχεται τούτο; — Ναι! Η ευτυχία αυτή είναι δώρον του Χριστού.

Και αν παραδεχθώμεν αυτό, άραγε είναι πάλιν ευτυχής, όταν αποθάνη; Ή μήπως αυτό βεβαίως είναι εντελώς παράλογον, και μάλιστα δι' ημάς, οι οποίοι ορίζομεν την ευτυχίαν ως ενέργειαν; αν δε πάλιν δεν θεωρούμεν τον αποθαμένον ως ευτυχή, και ούτε ο Σόλων αυτό θέλει να είπη, παρά μόνον ότι τότε ημπορεί κανείς να μακαρίση ασφαλώς ένα άνθρωπον, διότι πλέον είναι έξω από την δυστυχίαν, επιδέχεται μεν βεβαίως και τούτο κάποιαν αμφισβήτησιν.

Εγράφετο ο Κάλβος Ζακύνθιος, διότι εν Ζακύνθω εγεννήθη· ως και Ευγένιος ο Βούλγαρις εγγραφείς φοιτητής εν τω πανεπιστημίω της Χάλλης εγράφη Κερκυραίος, επειδή εν Κερκύρα εγεννήθη. Εν Ζακύνθω, 1881. Πολυτέκνου θεάς, ω Μνημοσύνης Θρέμματα πτερωτά, χαραί του ανθρώπου, Και των μακάρων Ολυμπίων αείμνηστα Κ' ευτυχή δώρα· επί τα νώτα ακάμαντα Των ζεφύρων, πετάξατε ταχέως.

Από όλα δε αυτά διά να εννοήσωμεν κάπως ποίον συνοικίσθη καλώς ή όχι και ποίοι νόμοι συντελούν να διατηρούν όσα διατηρούνται και να καταστρέφουν όσα καταστρέφονται, και ποία με ποία αν αντικαταστήσωμεν ημπορούμεν να κάμωμεν μίαν πόλιν ευτυχή, καλέ Μέγιλλε και Κλεινία, αυτά όλα λοιπόν πρέπει πάλιν σχεδόν από την αρχήν να τα συζητήσωμεν, εάν δεν ευρίσκωμεν καμίαν παρατήρησιν εις όσα εσυζητήσαμεν.

Ω! λιγάκι ελαφρότερον αίμα θα με έκαμνε τον πλέον ευτυχή υπό τον ήλιον. Τι! εκεί, όπου άλλοι με την ολίγη δύναμή τους και ευφυία καμαρώνουν μπροστά μου με τρυφερή αυταρέσκεια, απελπίζομαι εγώ περί της δυνάμεώς μου, περί των προτερημάτων μου! Καλέ Θεέ, που μου έδωκες το παν, διατί δεν εκράτησες το ήμισυ, και δεν μου έδωκες πεποίθησιν εις τον εαυτόν μου και αυτάρκειαν; Υπομονή!

Και δεν ετολμούσε κανείς να του προτείνη ένα τοιούτον τερατώδες σχέδιον! Αλλοίμονόν του, οιοσδήποτε και αν ήτο . . . Την εφαντάζετο αποκαταστημένην, ευτυχή όσον καμμίαν άλλην.

Δεν είναι δε συγχωρημένον να παραμελήσωμεν τους θεούς, αφού ενοήσαμεν την ευτυχή παράδοσιν περί αυτών, η οποία λέγεται από όλους ορθώς. Εκείνον όμως όστις όλα, αυτά ενόησε κατ' αυτόν τον τρόπον, ακριβώς εγώ θεωρώ πραγματικώς σοφώτατον.

Δεν θα σηκώσης κεφαλήν ποτέ, Αποστασία, εκτός αν πρώτα σηκωθή το δάσος της Βερνάμης·κι' ο Μάκβεθ εις τον θρόνον του γερά στερεωμένος βίον θα ζήση ευτυχή, ως πού να έλθ' η ώρα τον φόρον τουτης φύσεως τον νόμον να πληρώση! Αλλ' η καρδιά μου λαχταρεί να μάθω ένα πράγμα· ειπήτεαν η τέχνη σας έως εκεί πηγαίνη, — εις το βασίλειον αυτό η γενεά του Βάγκου θα βασιλεύση;