United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η τρίτη ημέρα μετά την επάνοδον εκ της έρημου φαίνεται ότι κατηναλώθη υπό του Ιησού εις συζητήσεις μετά των νέων μαθητών του. Την επαύριον ηθέλησε να επιστρέψη εις Γαλιλαίαν, και καθ' οδόν συνήντησε και άλλον αλιέα, τον Φίλιππον τον από Βηθσαϊδά.

Είχε συνείδησιν ότι κρίσις είχεν επέλθη της Παρουσίας Του επί της γης, και δι' επικοινωνίας με τον ουράνιον Πατέρα Του ήθελε να ενισχύση την ψυχήν Του, καθόσον είχε περιβληθή την ανθρωπίνην ασθένειαν, διά το έργον της επαύριον, καθό θέλων να γείνη υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού.

Την επαύριον, όλ' αι ετοιμασίαι διά τον γάμον ήσαν συμπληρωμένοι . . . Την νύκτα η Αφέντρα, καθ' ην στιγμήν ο μνηστήρ τους εκαληνύκτιζεν, είχε ψιθυρίσει προς αυτόν κατ' ιδίαν·Θα μου της δώση αύριο της χίλιαις δραχμαίς. Υποσχέθηκε κ' η μητέρα.

Ριμπώ εξηγεί εις «τας Ασθενείας της βουλήσεως» πώς μορφώνεται κληρονομικώς και προσωπικώς η θέλησις, πώς εξωτερικεύεται κάθε της ενέργεια και πώς επιδρά εις την πνευματικήν παραγωγήν, εις την ψυχικήν φανέρωσιν και εις την κοινωνικήν κατάστασιν του ατόμου. Δρ. 3 Louis Figuler Η επαύριον του θανάτου Μετ. Α. Πολυμέρη

Την ημέραν του καλού της ερχομού, ο κυρ-Μοναχάκης έκαμε μεγάλην χαράν εις τους φίλους του, αλλ' από της επαύριον έπαυσε να δέχηται κατ' οίκον. Και τούτο ουδέν το παράξενον είχε, καθότι αυτός μάλιστα ουδέποτε ευρίσκετο κατ' οίκον. Ήτο ή εις το γραφείον του ή εις το καφενείον.

Καλώς την αγάπη μ' τη χρυσή! έκραξεν η κοκκινομαλλού, αναγνωρίσασα την φωνήν του συζύγου της. Την επαύριον ο καπετάν Στέφος επήγεν εις το καφενείον. Ο απλοϊκός ζωγράφος έβαλεν εις πράξιν την ιδέαν, κ' εσχεδίασε μεγάλην σκούναν ν' αρμενίζη πλησίστιος.

Την επαύριον σηκωνόμενοι ανταμώθηκαν με ένα καραβάνι από πραγματευτάδες, και επήγαν εις το Αστραχάν, εκεί που εβασίλευεν ο Ορμώζ, επονομαζόμενος ο βασιλεύς χωρίς θλίψιν. Φθάνοντας δε εκεί επήγαν και κατέλυσαν εις ένα χάνι, και ακολουθούσαν να δείχνωνται πως ήτον ντζοβαϊρτζήδες.

Μόλις εγνώσθη εις την πόλιν το αποτέλεσμα, αμέσως ο λαός, του οποίου εθραύοντο τα δεσμά, ανευφήμησε τον Ηράκλειον ως αυτοκράτορα. Την επαύριον ο στρατός εγκατέλιπε τον Φωκάν και ενωθείς μετά του λαού τον απεκήρυξεν.

Ο αξιωματικός έσφιξε συμπαθητικώς την χείρα μου, και απήγαγε τον δεσμώτην. Τη επαύριον λίαν πρωί κατ' επίμονον απαίτησίν μου εγκατέλιπεν η μήτηρ μου την βδελυράν εκείνην οικίαν απερχόμενη κατ' ευθείαν εις το χωρίον μας. Δεν συνέφερε κατ' ουδένα τρόπον να μάθη την αλήθειαν...

Όλα καλά, μπάρμπ’-Αλέξανδρε· μα έλα που ξέχασα να στείλω χαμπάρι στο σπίτι μας. — Αλήθεια; Επόμενον ήτο. Δεν πειράζει, Κωσταντή. Την επαύριον έμαθα ότι η αδελφή μου η νεωτέρα επήγε μεσάνυκτα, μαζί με τον ανεψιόν μου μ' ένα φανάρι, κ' εξύπνησε την νεαράν γυναίκα τον Κωσταντή, όπου ήτο έγγυος εις τον μήνα της, διά να πληροφορηθή. Τέλος έμαθαν ότι είχα υπάγει στο πανηγύρι, και ησύχασαν.