United States or Norfolk Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τωόντι, ενώ ο Αλυάττης ήλπιζεν ότι ήτο μεγάλη σιτοδεία εις την Μίλητον και ο λαός εις άκραν στενοχωρίαν, αίφνης ήκουσε παρά του κήρυκος τα εναντία εκείνων τα οποία εφρόνει. Εγένετο λοιπόν η ειρήνη και συνεφώνησαν να ήναι εις το εξής φίλοι και σύμμαχοι· αντί δε ενός ναού, ο Αλυάττης έκτισε δύο εις την Ασσήσην και εθεραπεύθη εκ της νόσου.

Εν τω μεταξύ εκείνη είχε γείνει άφαντος από τον εξώστην, και μετ' ολίγας στιγμάς επρόβαλε, με το λευκόν κολόβιόν της στίλβον εις το φως της σελήνης, από την βορεινήν γωνίαν της οικίας, κατερχομένη εις τον αιγιαλόν. Ο νέος την είδε και ησθάνθη χαράν μετά φόβου. Έπραττε σχεδόν ασυνειδήτως. Δεν ήλπιζεν ότι θα ήτο ικανή να το κάμη. Εκείνη, μη αγαπώσα να εκφράση τους ενδομύχους λογισμούς της, είπεν·

Ήλπιζεν ότι οι Αθηναίοι, ή θέλουν ταραχθή και υποταχθή ευκολώτερον, ή ότι ήθελε κυριεύσει όλην την πόλιν χωρίς να χυθή αίμα ένεκα του θορύβου, πού πιθανώς θα ηγείρετο εντός και εκτός· τουλάχιστον ενόμιζεν ότι ήθελε καταλάβει τα μακρά τείχη αφού ταύτα είχαν εγκαταλειφθή έρημα.

Εγώ επήρα λύχνον και εισήλθα μόνος και αφού ετοποθέτησα το φως εις το μεγαλείτερον δωμάτιον εκάθησα κατά γης και ήρχισα να διαβάζω ησύχως. Μετ' ολίγον παρουσιάσθη ο δαίμων ο οποίος είχε μαλλιά μεγάλα και άτακτα και ήτο κατάμαυρος. Ενόμιζεν ότι είχε να κάμη με κανένα από τους πολλούς και ήλπιζεν ότι θα με ετρόμαζεν όπως τους άλλους.

Έκλεισε πάλιν αυτούς ελπίζων ότι ήθελεν επανίδει την ποθεινήν εικόνα. Ουδέν. Εν τούτοις η γλυκεία εντύπωσις έμενεν. Ο νέος ήλπιζεν ότι ηδύνατο εισέτι να την επανίδη. Φευ! η Αϊμά έφευγε. Την είδε πάλιν, αλλά φεύγουσαν. Ήτο εντός πλοίου, όπερ ορμητικώς απεμακρύνετο εκ της παραλίας, ο δε Μάχτος, ως τω εφαίνετο, ίστατο όρθιος επί της ακτής, και την απεχαιρέτιζε μακρόθεν.

Αυτός δε ζητούμενος και από τα δύω μέρη επολιτεύετο αμφότερα, χωρίς να προστεθή φανερά και σταθερά εις κανένα, ελπίζων με τούτον τον τρόπον να επιτύχη καλήτερα τον σκοπόν της πολιτικής του· ήλπιζεν ομοίως και εις εξωτερικά βοηθήματα και προ πάντων της Φιλελληνικής εταιρείας των Παρισίων, της οποίας επεθύμει καθ' υπερβολήν ν' αποκτήση και την αγάπην και τον έπαινον

Αλλ' ο Λυκόφρων ουδέ απαντήσεως έκρινεν άξιον τον κομιστήν της αγγελίας· ο δε Περίανδρος όστις επέμενεν εις την ανάκλησιν του νέου, έπεμψεν εκ νέου προς αυτόν· την φοράν όμως ταύτην έστειλε την ιδίαν του θυγατέρα και αδελφήν του Λυκόφρονος, καθότι ήλπιζεν ότι δι' αυτής ο υιός του ήθελε πεισθή ευκολώτερον.

Εκλέξας λοιπόν εκατόν πεντήκοντα οπλίτας, και αφήσας τους άλλους εις τον Κλεαρίδαν, εσκόπευε να επιτεθή αιφνιδίως κατά των Αθηναίων πριν αναχωρήσουν, διότι δεν ήλπιζεν ότι θα ηδύνατο και πάλιν να τους εύρη ούτως απομονωμένους, εάν ήρχοντο αι βοήθειαι, τας οποίας επερίμεναν.

Εις τον στρατόν του Ηρακλείου είχε διαδοθή, άγνωστον πώς, η περίεργος φήμη ότι εκρύπτοντο εις την πόλιν οι θησαυροί του Κροίσου, τους οποίους δήθεν είχε φέρη ο Κύρος ο μέγας από τας Σάρδεις. Αλλ' ούτε αυτοί ευρέθησαν, ούτε το τίμιον ξύλον του σταυρού, καθώς ήλπιζεν ο στρατός.

Τον ετρόμαζον αρά γε οι κίνδυνοι της φυγής και του εκπατρισμού αι οδύναι; ή εβασίζετο εις των Προξένων την μεσολάβησιν και ήλπιζεν ότι κρυπτόμενοι εν τω μεταξύ εντός της πατρίδος θα διέλθωμεν ασφαλέστερον της δοκιμασίας την περίοδον ; ή μη, υπό την πίεσιν τοσούτων αλλεπαλλήλων συγκινήσεων, απώλεσε την εις εαυτόν πεποίθησιν και δεν ήξευρεν ο ίδιος τι ήθελε και τι ν' αποφασίση ;