United States or Slovakia ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΡΕΜΗΣ Σε βαγαποντιές τους έλεγε πως πέφτεις• ΒΛΕΠΥΡΟΣ Για σένα; ΧΡΕΜΗΣ Ύστερη δουλειά. Είπε πως είσαι κλέφτης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και συκοφάντης. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μόνος, μόνος εγώ; ΧΡΕΜΗΣ Μα το θεό, και όλοι μας συγχρόνως. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Όσο γι' αυτό αντίθετη κανείς δεν έχει γνώμη.

Ωιμέ! πόσο σημαντικός ήταν ο τελευταίος λόγος του. Ανταμώσαμε ύστερη φορά μόλις εμπήκα στη Θεοδόσια. Καθώς με είδε ψηλά να μαϊνάρω τον τρίγγο έκαμε τον σταυρό του κ' έμεινε άφωνος άλαλος. Δεν το επερίμενε τέτοιο πράγμα. — Τι τον κυτάς, καπετάν Αγγελή; του φωνάζει ο Καλιγέρης όταν επέσαμε δίπλα· δεν τον αλλάζω με τον καλήτερο ναύτη σου.

Περνάει την κακοτοπιά, φτάνει στο μονοπάτι, Ξεδένει το κοντάρι του, στέκεται, ξανασαίνει, Κι’ αφού ξανάσανε καλά κι’ ήρθε στα συγκαλά του, Κινάει για ύστερη φορά, σαν αστραπή τρεχάτος, Και βρίσκεται μπρος στης σπηλιάς τη φοβερή τη θύρα, Και στου στοιχειού τ’ ανίλεου το μανιωμένο στόμα.

Ήταν φίλος του παππά Συνέσιου, ο οποίος είχε τώρα την ανάγκη του για τον γάμο που εμελετούσε να κάμη. Γι' αυτό συχνά κατέβαινε στη χώρα, που κατοικούσε ο Σερέτης και αυτός πάλι συχνά ερχότανε στο Μοναστήρι για την ίδια δουλειά. Και τώρα γι' αυτό βρίσκεται απάνω να συνεννοηθή με τον 'γούμενο για ύστερη φορά. — Ήσκασα να σε περιμένω, του είπεν αυτός, άμα επλησίασε.

Δεν είχε ακόμα άσπρη τρίχα στα κατάμαυρα και σγουρά μαλλιά της, όταν τον φίλησε για ύστερη φορά, και τον είδε ψηλά από τη ραχούλα, από τ' αγνάντια απάνω, με δακρυόπνιχτα μάτια, να χάνεται στο μάκρος του δρόμου, και να γίνεται άφαντος.

Χαράημερα και του χωριού κινούν η μαυρομμάταις Να παν' 'ςτή βρύσι για νερό. Περνούν, περνούν κοπέλλαις, Έρχονται με χαρχάγελα και φεύγουν με τραγούδια. Ύστερη απ' όλαις έρχεται η Αναστασιά της χήρας, Με τα μακρυά της τα μαλλιά, με τα γλυκά τα μάτια. Με το μεγάλο τόνομα και με το πλούσιο βιο της. Διαβαίνει με περπάτημα σειστό, καμαρωμένο.

Στέκονταν όλοι γύρα στο επιθανάτιο κρεβάτι της δόλιας Μάννας, της αληθινής μάννας του σπιτιού και περίμεναν το τέλος της, την ύστερη πνοή της με βαρυοθλιμμένο πρόσωπο και με δάκρυα στα μάτια. Σε λίγο ήρθε κι' ο παπάς με τ' αρτοφόρι για να τη μεταλάβη.

Τόσο μακρά τον παρέσυρε το ρεύμα μπερδευμένον στα λουριά του αλόγου! Κι' αν δεν επρόφθανε να τον γλυτώση ο μυλωνάς στην ύστερη στιγμή του. — Ας είναι δα! Πολύ καλός άνθρωπος δεν ήτο κι' ο μυλωνάς, μα, ας είναι. Γιατί, σαν ήλθε το παιδί μου στον εαυτό του, εκατάλαβε πως του επήρε το κεμέρι από τη μέση του. Μα δεν είπε τίποτε. Έτσι κ' έτσι θα του το έδιδε με το χέρι του.

» Και το Γιάννο ν’ αγαπήση-ήση-ήση-ήση.... » Όσο εδώ στον κόσμο ζήση, -ήση-ήση-ήση.... » Με καρδιά και με ψυχή-χή-χή-χή.... » Ως την ύστερη πνοή, -ή-ή-ή— » Κι’ ως τη μαύρη μέσα γη-η-η-η.... » Η αγάπη της να ζη-η-η-η...»

Τώρα πια ορκίσου πως θα κάμης ό,τι αυτήν την ύστερη στιγμή θα σου ζητήσω, αν και μου είναι αδύνατον να εύρω αυτό που αξίζει να δώσης ως αντάλλαγμα της τόσης μου θυσίας. Γιατί δεν είναι τίποτε στον κόσμο πιο μεγάλο και πιο πολυτιμότερον απ' την ζωή του ανθρώπου. Έπειτα θε να ιδής και συ πως δεν θα σου ζητήσω τίποτε άδικον, γιατί το ξέρω πως το ίδιο θα αγαπάς και συ αυτά τα δύστυχα παιδιά μας.